United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλην δεν είχε δίκαιον ο γέρω-Σταυρής να νομίζη, ότι καλοί ήσαν μόνον οι πίνοντες τον καφέν του. Ο κυρ-Δημάκης, ο προμυριώτης, ήτο πολύ καλός, κ' έγεινεν ακόμη πολύ καλλίτερος. Αναμιγνυόμενος όμως επί έτη εις την ενοικίασιν των ελαιοδεκάτων εν τω Πηλίω, είχεν υποστή εσχάτως πολλάς ζημίας, ανεξαρτήτως της θελήσεώς του. — Τώθελα κ' εγώ; έλεγε.

Τι να σε κάμω, παιδί μου; Και διακόψας ηρώτησε χαριέντως: — Τώνομά σου, παιδί μου; — Θανάσης! — Να ζήσης, γυιε μ'! Λοιπόν, κυρ-Θανασάκη μου, να τα βάλω με τον Θεό; Εγώ θάβγαινα — — Λάδισυνεπλήρωσεν ο νεαρός δημογραμματεύς. Αλλ' ο κυρ-Δημάκης, χωρίς να προσέξη εις το πείραγμα, εξηκολούθησεν ατάραχος: — Εγώ θάβγαινα με τρεις χιλιάδας κέρδος, παιδί μ', Θανασάκη μου.

Ο κυρ-Δημάκης ήτο γνωστός εις πολλούς των κατοίκων εξ ακοής κ' εκ φήμης· είχε δε επισκεφθή άλλοτε προ χρόνων πολλάκις την νήσον, εις ην είχε και συγγενείς· αλλά σήμερον δεν τον ανεγνώρισαν αμέσως. Διότι αυτός ο κυρ- Δημάκης κατ' αρχάς απέφευγεν ίσως εκ φόβου μη τον παραδώσωσιν αι αρχαί εις την γείτονα εξουσίαν.

Αλλ' ο κυρ-Δημάκης βήξας, ίνα μη ακουσθή η βαρεία χλεύη, εξακολουθεί τας δικαιολογήσεις του: — Ήτανε γραφτό να πεθάνουμε καμπόσοι δεκατιστήδες! Στην ψάθα! — Εικοσιτέσσαρες πεντακόσιες! Εκήρυττεν ο δημόσιος κήρυξ. — Τριάντα!

Πολλάκις όμως ο κυρ-Δημάκης μετέβαινεν «εις τ' ακρογιαλά» και την νύκτα. Και τότε φοβερώτερον ήτο το θέαμα εις τους οφθαλμούς του αγραυλούντος βοσκού.

Και πλησιάσας εις το ους, τω λέγει κρυφίως, ως να μη ήθελε να τον ακούση κανείς τάχα: — Να πάρουμε τα δέκατα! — Μα ξέρω 'γώ, μα είνε κίνδυνος, μα να ιδούμεν! Εψέλλιζεν ο κυρ- Βαρσαμός, όστις, επειδή ο κυρ-Δημάκης επέμεινε, λέγει τότε: — Ξέρεις τίποτα; Εδώ έχουμε και φυλακές! — Μη σε μέλει από τέτοια, γέρω Βαρσαμέ. Και μετά σιωπήν, παρατηρών αυτόν κατά πρόσωπον, κράζει: — Κύτταξέ με καλά!

Ο κυρ-Δημάκης, έως ου γείνη η κατακύρωσις των δεκάτων, ώφειλε να γνωρίζη ακριβώς, όχι μόνον το ποσόν του καρπού, του επί των δένδρων, αλλά και το εξαχθέν ήδη έλαιον.

Διά τούτο και ο κυρ-Δημάκης δεν απηξίωσεν, εθεώρησε μάλιστα τιμήν του, να συνταξειδεύση μέχρι της πρωτευούσης της επαρχίας μετ' αυτού του ασπόνδου αντιπάλου του: — Αγάπα με να σ' αγαπώ! Προσεφώνησεν ο καπετάν-Παρμάκης τον κυρ- Δημάκην, όστις ήλθε να επιβιβασθή εις την μικράν λέμβον, φέρων επ' ώμων την χλαίναν και βαστάζων το ελαφρόν δισάκκιον.

Το βράδυ επανήρχετο ο κυρ-Δημάκης με ευωδιάζουσαν θαλασσίως την τριχίνην πήραν, πλήρη παντοειδών οστράκων, αναμίξ κειμένων, και συριζόντων συριγμόν τινα δροσερώτατον, ως φλοισβίζοντος κύματος.

Διά τούτο ο καπετάν- Παρμάκης πληροφορηθείς περί της νέας δημοπρασίας εγέλασεν, ευχαριστημένος, διότι επέτυχεν εις τας υποψίας του: — Δε σου τώλεγα, μωρέ παιδί μου, δε σου τώλεγα εγώ, μωρέ Γιωργή μου! Επανελάμβανε κατόπιν τρατάρων τσίπουρο όλους τους εν τω οινοπωλείω πέρα- πέρα. Ο κυρ-Δημάκης όμως ήτο σύννους μετά ταύτα.