Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Είτα, αφού απέλυσεν η λειτουργία, ο παπάς έπιε τον καφέν και την ρακήν του, έξωθεν ακριβώς της θύρας του ναΐσκου, εις το ύπαιθρον, πλησίον της φωτιάς της αναμμένης διά την υπηρεσίαν του θυμιατηρίου, και διά το ζέον, απεχαιρέτισε την γυναίκα και απήλθεν.

Αλλ' εκείνος, χωρίς ν' ατενίση καν προς το καφενείον, με το προβάτειον πρόσωπον και τους αποκρύφους οφθαλμούς του, φέρων την βαρείαν χλαίνα και βαστάζων το ελαφρόν δισάκκιον, εισήλθεν εις την πρώτην στενωπόν, ως άνθρωπος γνωρίζων το χωρίον. Ο γέρω-Σταυρής, θεωρήσας προσβεβλημένον και εαυτόν και τον καφέν του, εισέπνευσε θορυβωδώς και είπε: — Κάνας καλός!

Καλά έκαμες και μου το έφερες, είπεν. Εσκέπασα με το άλλο τον νεκρόν. Και βαδίζοντες ο είς παρά τον άλλον επέστρεψαν εις την οικίαν των πεζοί ο ιερεύς και η σύζυγος του. Ο λόγος ήτο περί σκύλων. Το δείπνον είχε τελειώσει. Αι κυρίαι εις τον εξώστην εθαύμαζον τα φλόγινα νέφη της δύσεως, ημείς δε περί την τράπεζαν επίνομεν τον καφέν καπνίζοντες.

Τέλος εκουράσθη, ενύσταξε, κατεκλίθη και απεκοιμήθη. Είδε καθ' ύπνους, ότι αι Αθήναι είχον μεταβληθή εις Φλωρεντίαν, και μετά μικρόν ότι ωμοίαζον τας Βρυξέλλας. Κατεγίνετο δε ήδη να τας μεταμορφώση εις Παρισίους, ότε εξύπνησεν. Ενεδύθη ταχύς και κατέβη να πίη τον καφέν του εις έν καφενείον, κατά την παλαιάν νεανικήν του συνήθειαν.

Εν βία επλύθη, ενεδύθη, έπιε τον μαύρον καφέν του και επανέλαβε την χθες την νύκτα διακοπείσαν μελέτην. Ο νους του όμως ήτο και σήμερον αλλαχού. Όπως δήποτε, κατά την τακτικήν ώραν ευρέθη εις το γυμνάσιον και παρέδωκε το μάθημά του. Αλλά τι μάθημα!

Με τόσην ευφυίαν και τόσην ικανότητα, και να τελειώση . . . Εμείναμεν προς στιγμήν και οι δύο σιγώντες. Ο Δημήτριος εκάθισε, εζήτησε καφέν, έστρηψε μηχανικώς έν σιγάρον, και αφού έτριψε το μέτωπον διά της χειρός του, είπε με σιγαλήν φωνήν. — Αι! ίσως δεν έκαμεν άσχημα ν' αυτοκτονήση. — Πώς; τι εννοείς; ηρώτησα έκπληκτος.

Μετά τον καφέν επορεύθημεν εις την εκκλησίαν, όπου οι Επίτροποι μας υπεδέχθησαν μετά πάσης τιμής, προσφέροντες και λαμπάδας, κατά το σύνηθες, επί δίσκου αργυρού, εις τον οποίον εφιλοτιμήθημεν να καταθέσωμεν τον οβολόν μας, «διά το λάδι της εκκλησίας». Μετά την λειτουργίαν ολόκληρος η πρωία κατηναλώθη εις επισκέψεις.

Είχα αποποιηθή να πίω καφέν, όταν μου προσέφεραν αι γυναίκες αι πανηγυρίστριαι, αλλ' όταν ο Γούμενος έστειλε τον πάτερ Παφιώτιον, πρώην υπενωματάρχην, όστις είχε καλογηρέψει εις το κελλί, και μου έφερε μεγάλην κούπαν καφέν μοναστηριακόν, θαυμάσιον, δεν ηδυνήθην ν' αρνηθώ.

Και στρέψας την ράχην, απήλθε χωλαίνων να πίη τέλος τον καφέν του, αφού είχε καταφάγει ήδη εξ ανυπομονησίας το ξάκρισμα, και θα ηναγκάζετο ίσως να βάλη χείρα εις το ήμισυ της προσφοράς, το προωρισμένον διά την συμβίαν.

Είχε γηράση κατά είκοσιν έτη, τον έλεγαν δε γέρο-παράξενο. Η προς την αδελφήν του όμως αγάπη δεν ήτο αγάπη συνήθης, ήτο λατρεία! Και είνε γνωστή η κωμική σκηνή ήτις έλαβε χώραν μεταξύ των τριών προσώπων, μίαν πρωίαν Κυριακής, κατόπιν μακρού και προσοδοφόρου ταξειδίου. Έπιναν, και οι τρεις μαζή, τον πρωινόν καφέν, όταν έξαφνα ο Αντωνέλλος αποτείνεται προς τον γαμβρόν του.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν