United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αργά δε βαδίζοντες έφθασαν μετά τρεις ημέρας εις Γίγωνον και εστρατοπέδευσαν. Οι δε Ποτειδαιάται και οι μετά του Αριστέως Πελοποννήσιοι αναμένοντες τους Αθηναίους εστρατοπεδεύοντο πλησίον της Ολύνθου εν τω ισθμώ και έστησαν αγοράν έξω της πόλεως.

Και μέχρι τινός συνωδοιπόρουν με ημάς βαδίζοντες πλησίον του πλοίου• έπειτα επήραν άλλον δρόμον, αφού μας ηυχήθησαν καλό ταξείδι.

Η καθαριότης των οδών και των κατοίκων, η αυτάρκης εκείνη ευχαρίστησις η λάμπουσα επί της χρηστής αυτών και ακάκου μορφής, το σπεύδον και συγχρόνως μετρημένον βήμα των, εκ του οποίου εσυμπέραινέ τις ευθύς, ότι οι βαδίζοντες ούτε κηφήνες ήσαν, ούτε περίεργοι, αλλά μετέβαινον εις το έργον των, όλα αυτά ως και η παντελής έλλειψις επαιτών και αργών ανθρώπων, μου επροξένησαν εντύπωσιν, οποίαν εις ουδεμίαν άλλην ησθάνθην ευρωπαϊκήν πόλιν.

Τινές μάλιστα των γερόντων επέστρεψαν οίκαδε βαδίζοντες «μπουντουβάρ μπενίμ, μπουντουβάρ σενίμ», χάρις εις τας αφθόνους σπονδάς τας γενομένας προς τιμήν των κ. κ. Γεροντιάδου, Αλικιάδου, Χαρτουλαρίου και λοιπών.

Πού λοιπόν αι υποσχέσεις ασφαλείας ; Πού η ελπίς ότι τα δεινά ετελείωσαν ; Είχον οι γέροντες δίκαιον! Επεστρέψαμεν αμέσως εις Μεστά, βαδίζοντες ταχύτερον ή ότε ηρχόμεθα, και άνευ της προτέρας φαιδρότατος. Οι εκεί εξεπλάγησαν ότε μας είδον επιστρέφοντας, η δ' αφήγησις της εις Ελάταν σκηνής τους κατετάραξε, και η προτέρα αδημονία διεδέχθη διά μιας τας μόλις ριζωθείσας ελπίδας.

Αλλ' όμως και τον Σωκράτη ερώτησα διά μερικά πράγματα εξ όσων ήκουσα παρ' εκείνου, εσυμφώνει δε και αυτός με την αφήγησιν του Αριστοδήμου. — Μα τότε λοιπόν, μου λέγει, τι κάθεσαι και δεν μου τα διηγήσαι; Ο δρόμος που έχομεν να κάμωμεν έως το άστυ είνε περίστασις καταλληλοτάτη και διά να μου τα διηγηθής και δι' εμέ να σ' ακούω. Και έτσι βαδίζοντες ηρχίσαμεν την περί του αντικειμένου αυτού ομιλίαν.

Αλλ' αν εμένομεν, ο όλεθρος ήτο βέβαιος σήμερον ή αύριον, ενώ φεύγοντες ηδυνάμεθα ίσως να σωθώμεν. Απεφασίσθη λοιπόν η φυγή και ανεχωρήσαμεν υπό την οδηγίαν του χωρικού. Κρατούμενοι τας χείρας και βαδίζοντες εν σιωπή εφθάσαμεν εις την άκραν του χωρίου, προς το αντίθετον της εισόδου μέρος. Εφεύγομεν την πύλην υποπτευόμενοι ότι εφρουρείτο υπό Τούρκων. Ο οδηγός μας είχε λάβει τα μέτρα του.

Όταν έφθασαν πέραν εις το δάσος, το κατάφυτον με κλήθρα, ήρχισαν να ανεβαίνουν το όρος εις εκείνο το μέρος του, όπου ο Παγών χωρίζεται από το τοίχωμα του βουνού και ήρχισαν τώρα να πατώσιν επάνω εις κρυσταλλωμένους όγκους πάγου μέχρις ότου περί τοιούτους βαδίζοντες εβγήκαν επάνω εις τον Παγώνα.

Ανελθόντες εις το υπερώον διεσταυρώσαμεν, βαδίζοντες κατά την αυτήν σειράν ο είς κατόπιν του άλλου, αίθουσαν ευρυτάτην, πλήρη επίπλων παλαιών, και εισήλθομεν εις δωμάτιον σκοτεινόν, του οποίου τας τρεις πλευράς κατείχε σοφάς τουρκικός.

Καθώς έτρεχεν, αυτιαζομένη κατά πάσαν στιγμήν, εξαφνιζομένη, και νομίζουσα ότι ακούει παντού βήματα, εις το μονοπάτι, ανάμεσα εις δένδρα και θάμνους, ήκουσε βήματα αληθή, ερχόμενα από διακοσίων βημάτων, από τον κύριον δρόμον. Εκρύβη όπισθεν των θάμνων, και της εφάνη ότι ήσαν πράγματι οι χωροφύλακες, βαδίζοντες προς την καλύβαν του Καμπαναχμάκη, προς το μέρος οπόθεν αυτή ήρχετο.