United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλον το πέλαγος εσείσθη και το Κάστρον αντικρύ επήγε και ήλθεν από τον κρότον και τον κλόνον. Δύο γυναίκες γειτόνισσαι, που δεν είχον ύπνον κ' ελαγοκοιμούντο, πλαγιασμένοι η μία εις έν υπερώον, πλησίον εκεί στης Αναγκιάς, η άλλη εις έν κτήμα, ολίγον παρακάτω, ανεσκίρτησαν. Η πρώτη εσηκώθη, έρριψε βλέμμα έξω, κ' ηρώτησε τον νυκτοφύλακα, τι τρέχει. — Οι αγάδες έχουν ραμαζάνι, απήντησεν ο άνθρωπος.

Τα παιδία λαβόντα έν άλλο κηρίον ετράπησαν προς το υπερώον, όπου είχον το δωμάτιόν των, ο δε πατήρ αυτών, κύψας εις την κλίμακα εφώνησε·Θοδωρή! — Ορίστε, αφέντη! — Πήγαινε να πιάσης έν αμάξι . . . μετά μισήν ώραν! — Πες του να περάση και από της Λιζιέ, να μου πάρη ένα ζευγάρι γάντια . . . επτάμισυ αριθμό, άσπρα! εφώνησεν εκ του δωματίου της η κυρία Ευφροσύνη.

Φθάσασα εις το υπερώον, ήνοιξε την θύραν, και εύρε την ξένην ορθίαν εισέτι, και διατελούσαν προφανώς υπό την εντύπωσιν της συνδιαλέξεως αυτής μετά της Βεάτης. Αλλ' η Σιξτίνα ουδεμίαν είχεν αφορμήν να παρατηρήση τούτο. — Ε, πώς πέρασες, κόρη μου; την ηρώτησεν η Σιξτίνα. — Καλά, μητέρα μου, απήντησεν η Αϊμά, αναμιμνησκομένη την σύστασιν της Βεάτης, όπως μη εμπιστεύηται εις την Σιξτίναν.

Τοιούτος να είνε ο χειμερινός θάλαμος, έχων τα νώτα εστραμμένα προς βορράν και προς δυσμάς, συνεχόμενος με άλλον βορεινόν θαλαμίσκον, όστις να είνε συγχρόνως δώμα και ηλιακωτόν και υπερώον.

Κατόπιν της επιστολής τη έστειλεν ο Μάχτος και άλλον φίλον. Προ δύο ωρών ο Σκούντας και η Βεάτη είχον αναβή τας τέσσαρας κλίμακας τας αγούσας εις το υπερώον, και συνωμίλησαν μετά της Αϊμάς διά του μέσου του γνωστού εις την Βεάτην. Ο Σκούντας μετεβίβασεν εις την Αϊμάν τους χαιρετισμούς του Μάχτου! Η Αϊμά τον ηρώτησεν, αν θα έλθη ο Μάχτος ταχέως καθώς τη είχεν υποσχεθή διά της επιστολής.

Ανελθόντες εις το υπερώον διεσταυρώσαμεν, βαδίζοντες κατά την αυτήν σειράν ο είς κατόπιν του άλλου, αίθουσαν ευρυτάτην, πλήρη επίπλων παλαιών, και εισήλθομεν εις δωμάτιον σκοτεινόν, του οποίου τας τρεις πλευράς κατείχε σοφάς τουρκικός.

Εκεί επάνω, είπεν η Βεάτη, και έκαμεν αόριστον χειρονομίαν. — Πού; εκεί; επέμεινεν ο Σκούντας δεικνύων διά της χειρός. Η Βεάτη ηναγκάσθη να δείξη το υπερώον. — Ας έβλεπα μόνον το δωμάτιόν της, είπεν ο Σκούντας, και δεν επιμένω να της ομιλήσω. — Υπομονή, είπεν η Βεάτη· όταν νυχτώση, ειμπορούμεν ναναβώμεν μαζή, προσέθηκε ταπεινή τη φωνή. — Α, σας παρακαλώ, είπεν ικετικώς ο Σκούντας.

Ο Τρέκλας μαθών άπαξ ό,τι επεθύμει, περιέμεινε μεθ' υπομονής την στιγμήν καθ' ην απεμακρύνθη η Βεάτη εκ του μαγειρείου, και τότε έσπευσε ν' αναβή τας λιθίνας και ευρωτιώσας βαθμίδας της κλίμακος, ήτις ανήγεν εις το πρώτον πάτωμα, και εκείθεν ανήλθεν εις το δεύτερον και εις το τρίτον. Τέλος έφθασεν εις το υπερώον, όπου ήτο κεκλεισμένη η Αϊμά.

Αλλ' επέσχε μετ' αγώνος την γλώσσαν της, και απεφάσισε να φανή εχέμυθος. Βαρυνθείσα δε τέλος τον απέπεμψεν, ειπούσα αυτώ να περιέλθη τα πέριξ του μοναστηρίου, και την εσπέραν να επανέλθη, όπως αναβώσιν ομού εις το υπερώον. Ο καλός Σκούντας έσπευσε να υπακούση, και καταβαίνων την κλίμακα του μαγειρείου, περιειργάζετο λίαν προσεκτικώς τα πάντα.

Η μικρά οικοδομή εις την βορειοανατολικήν εσχατιάν της πολίχνης, συνορεύουσα με κήπους, μυρίζουσα εξοχήν και άνοιξιν, συνίστατο από έν ανώγεων μετά ισογείου κάτω και από έν υπερώον εις το οποίον ανήρχετό τις διά σκάλας έξ επτά βαθμίδων. Λέγομεν &ανήρχετό τις&, απλώς διά το σύνηθες της εκφράσεως, διότι άλλως είνε πολύ αμφίβολον, εάν τις «ανήρχετό» ποτε εις το άδυτον εκείνο.