Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
— Με τόσα δάκρυα, είπεν ο ξένος ποιήσας χειρονομίαν. — Και δεν τον κατάφερες ακόμη; — Όχι. Σε θέλει. — Τι με θέλει; — Σε θέλει διά να ζεσταίνεται. — Γου! έκαμεν η Γύφτισσα. Μη χειρότερα! — Δεν με πιστεύεις; — Αλήθεια, γέρο μου; — Σκάσε, παληόστριγλα, είπεν ο Γύφτος. Χρου!... Γμου!.. Και ο ξένος ηναγκάσθη να παύση την παιδιάν.
Εις τον οφθαλμόν και την έκφρασιν του προσώπου και της χειρονομίας εκφράζεται όλος ο ηθικός χαρακτήρ μιας Μορφής, εις τον οφθαλμόν, το πρόσωπον και την χειρονομίαν διακρίνομεν τα πρώτα ορχηστικά διαγράμματα, την πρώτην εντύπωσιν και παράστασιν η οποία παράγει τους συνδυασμούς των παραστάσεων εις την ψυχήν του ποιητού.
Η Κυρά Λοξή ύψωσε πάλιν την χείρα εις τα χείλη, κρύπτουσα το μειδίαμα με την συνήθη χειρονομίαν της. — Πατριώτης μου είναι, είπε μετά τινας στιγμάς. Ο ιατρός την έβλεπε μειδιών. — Ο άμοιρος, επανέλαβεν η γραία, δεν έχει κανένα συγγενή, κανένα ιδικόν του. Τον γνωρίζω από παιδί. Κ' εγώ που σου μιλώ είμαι ξεκληρισμένη, — έρημη και μόνη. Τώρα κοντεύομεν κ' οι δύο 'ς τα τέλη.
Όταν εσβέσθη και η τελευταία αρμονία, εστράφη προς τους κεκλημένους: — Φίλοι, είπεν, ομολογήσατε, ότι τελειώνω. Δεν ηδυνήθη να τελειώση την φράσιν του. Με υπερτάτην χειρονομίαν, ο βραχίων του περιέβαλε την Ευνίκην και η κεφαλή του ανέπεσεν.
— Εκεί επάνω, είπεν η Βεάτη, και έκαμεν αόριστον χειρονομίαν. — Πού; εκεί; επέμεινεν ο Σκούντας δεικνύων διά της χειρός. Η Βεάτη ηναγκάσθη να δείξη το υπερώον. — Ας έβλεπα μόνον το δωμάτιόν της, είπεν ο Σκούντας, και δεν επιμένω να της ομιλήσω. — Υπομονή, είπεν η Βεάτη· όταν νυχτώση, ειμπορούμεν ναναβώμεν μαζή, προσέθηκε ταπεινή τη φωνή. — Α, σας παρακαλώ, είπεν ικετικώς ο Σκούντας.
— Και πόση ώρα είνε που τους είδατε; — Να, ως δύο ώρης κη παραπάν'... ταπουτώρα. — Και γιατί δεν ήρθατε πρωτήτερα να μου πήτε! — Μα δεν είνε πουλλή ώρα... ως μια ώρα, μια ουρίτσα... κη παρακάτ'... λίγη ώρα... ταπουτουρίτσα. Ο κυρ Μοναχάκης έκαμε νέαν οργίλην χειρονομίαν, διά ν' αποθέση παρά την γωνίαν το τσιμπούκι του. Το παιδίον έσπευσε να τραπή εις φυήν.
— Το ελάχιστο, αυτός ο Ιωαννίδης δεν θα πάρη σύνταξι, τίποτε; τον ναυτολογώ ταχτικά! Τίποτε δεν του λείπει. Τα χαρτιά του είνε σωστά. Εγώ, ας κουρεύομαι. Και στρεφόμενος προς μεσημβρίαν, έκαμνε λίαν εκφραστικήν χειρονομίαν, με τον αντίχειρα και με τον δείκτην λέγων· — Όρσε, κουβέρνο! Και ουχ' ήττον υπέφερε πολλά διά να τον «περάση στα χαρτιά» αυτόν τον Γιάννην τον Πανταρώταν.
Τότε ενθυμήθη ότι το κλειδί το είχεν αφήσει η Λελούδα εις της Κουμπίνας, ακριβώς εις τον ανατολικόν θάλαμον, όπου ευρίσκετο τώρα αυτή. Το είχε κρεμάσει εις καρφί, υποκάτω στα εικονίσματα. Η Σεραϊνώ ανέβλεψε και το είδεν υπό το φως του κανδηλίου. Έκαμεν ακουσίαν χειρονομίαν να το λάβη. Είτα εκρατήθη, κ' είπε: «Καλύτερα, ας έλθη, να της το ζητήσω».
Έφυγε βλασφημών και εξεθύμανε κατά δυστυχούς σκύλου, τον οποίον εξετίναξε διά λακτίσματος εις απόστασιν δύο μέτρων. Μετ' ολίγον συνήντησε την Ζερβούδαιναν. — Στενοχωρημένο σε θωρώ, Μανωλιό, του είπε. — Άφησέ με, είπεν ο Μανώλης με χειρονομίαν μεγάλης οργής. — Κιαμμιά προσβολή πάλι θα σου 'κάμαν' οι Θωμαδιανοί, είπεν η χήρα. Καλά να τα παθαίνης με τσοι βαρβάρους που 'πήες κ' ήμπλεξες.
— Θέλει δε θέλει εγώ θα τήνε πάρω, θα τήνε κλέψω κίδια απόψε, θαρρώ. Η χήρα έκαμε χειρονομίαν αιφνιδίας αποφάσεως και είπε: — Κλέψε τηνε ... Είντα να σου 'πώ κ' εγώ; Και τα χείλη της έτρεμον. — Θαρθή απόψε ή θα ξωμείνη στο Πετρούνι; — Όι, θαρθή, είπεν η χήρα μετά στιγμιαίον δισταγμόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν