Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Και μετ' ολίγον: — Να ήμαστε το ελάχιστο σε κανένα λιμάνι απόψε, σε καμμιά σκάλα, νάβγω να πάω στην εκκλησιά ταχυά το ψυχοσάββατο! . . . Να σου ανάψω ένα κεράκι το ελάχιστο! . . .

Το ελάχιστο, αυτός ο Ιωαννίδης δεν θα πάρη σύνταξι, τίποτε; τον ναυτολογώ ταχτικά! Τίποτε δεν του λείπει. Τα χαρτιά του είνε σωστά. Εγώ, ας κουρεύομαι. Και στρεφόμενος προς μεσημβρίαν, έκαμνε λίαν εκφραστικήν χειρονομίαν, με τον αντίχειρα και με τον δείκτην λέγων·Όρσε, κουβέρνο! Και ουχ' ήττον υπέφερε πολλά διά να τον «περάση στα χαρτιά» αυτόν τον Γιάννην τον Πανταρώταν.

Κάτι ελάχιστο σαν θαμπό καντηλάκι έβλεπα να ζη στο κέντρο της υπάρξεως μου και γύρω κρύα στάχτη να σκορπούνε τ' άκρα, να σμίγουν και να χωνεύουν μέσα στ' αναίσθητα σανίδια του καταστρώματος. Πόσο έμεινα έτσι δεν ηξεύρω. Τι μαύρες ιδέες έκλωσα στο πνεύμα μου ή και αν έκλωσα καθόλου δεν θυμούμαι.

Φυσικά η αισθητική αξία των θεατρικών έργων του Σαίξπηρ δεν εξαρτάται και σ' ελάχιστο βαθμό από τα γεγονότα τους, αλλ' από την Αλήθειά τους, και η Αλήθεια είναι πάντ' ανεξάρτητη από τα γεγονότα, εφευρίσκοντας ή διαλέγοντάς τα όπως της αρέσει.

Έπεσετα πόδια μου με τα δάκρυα, σαν μωρό, και μου είπεν. Απ' τον Θεόν και στα χέρια σου, αδελφούλα μου. Άλλη φορά δεν θα σε βαρύνω. Δάνεισέ μου ένα κατοστάρικο να στήσωτην Καπνικαρέα ένα τραπέζι να πωλήσω Πρωτοχρονιάτικα, να βγάλω μια φορεσιά ρούχα το ελάχιστο. Σε λίγαις ημέραις θα τον φάνε τον Γέρω, τέλος πάντων. Και άλλη φορά δεν θα σε βαρύνω. Το βλέπω κ' εγώ.

Έκυψεν εις την εστίαν και ήρχισε να φυσά διά φυσητήρος καλάμου. Είτα επανέλαβεν: — «Έδωκας ηγούμενε, των καλογήρων διακόνημα...» Έψαλε τούτο εις ήχον τέταρτον, μεθ' ο εις πεζόν λόγον προσέθηκε: — Πού τους βρίσκει, ο γέροντάς μου, και τους μαζώνει! Τρέχα, Γαβριήλ. Καφέδες, Γαβριήλ. Και να έφερναν τίποτε πρόσφορα, το ελάχιστο! Σαν είσ' αββάς, βάστα!

ΣΩΚΡΑΤΗΣΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ και μετά μικρόν ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ ΣΩΚΡΑΤΗΣ Μα το χάος! τον αέρα! την αναπνοή! — κανένα με μυαλά δεν είδα ως τώρα τόσον αποβλακωμένα, πρόστυχο και ξεχασμένο κ' έτσι να χονδρομιλάη! Το ελάχιστο που ακούει, πριν το μάθη το ξεχνάει, Ας τον φέρω κ' εδώ πέρα εις την θύρα, πούνε μέρα, Πούσαι... Στρεψιάδη!.. .έβγα!... Τράβα έξω και την κλίνη. Δεν μ' αφίνουν οι κορέοι να τη βγάλω.

Εγώ σαν τάκουσα, να τι είπα μέσα μου, σου ξεμολογούμαι: «Καλά, ανίσως δεν τον κάμη καλά η χάρι της, μπορεί, το ελάχιστο, να πεθάνη κει δα, να τον θάψω στο βουνό, για να γλυτώσω από έξοδα που δεν έχω, κι' από άλλα βάσανα και μπελάδες». Το χειρότερο, εφοβούμουν, αν πέθαινε στο σπίτι, μην κολλήση τίποτε στα ρούχα, και κολλήσω κ' εγώ. Όλοι μου λέγανε πως το χτικιό κολλάει.

Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί είχα φορτωμένα εγώ, κ' εβούλιαξαν. — Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί! επανέλαβε με τόνον βασίμου υποψίας ο ποιμήν, σίγουρα θα τα κατάπιε ο αφαλός της θάλασσας. — Δεν ειμπορεί το ελάχιστο να τα ξεράση πίσω το μάτι της λίμνης; ηρώτησεν ακουσίως μειδιών, ερμηνεύων την ελπίδα του εμπόρου ο νεώτερος των ναυαγών.

Εκείνο βρίσκει το ελάχιστο κάτι να φάη και στη βρώμα. Εμείς τι βρίσκουμε. — Πέτρες! απάντησε άλλος απόπερα· δε βλέπεις; — Τρώγουνται οι πέτρες ; — Σα χάλασες τα δόντια σου στην κουρκούτη ποιος σου φταίει; Τήρα ο Αριστόδημος που τάχει γερά π΄ψς τις ροκανάει σαν φτάζυμο. — Τρώει πέτρες λοιπόν τ' αφεντικό ;

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν