United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρεις ώραις ανδρειεύονται... Πλακόνει κι' ο Βριόνης Σα μαύρη βαρυχειμωνιά... Χαλάζι το μολύβι... Σκάφτουν το χώμα τάλογα... Σίφουνας, συντελεία... Χνώτο με χνώτο πολεμούν... Αδερφωμένο βρέχει Το αίμα ταρβανίτικο τη γη με το δικό μας... Έχουν την ίδια τη βαφή... Αν σμίγουν πεθαμένα Πώς δε θα σμίξουν ζωντανά;..

Κατόπι τ' Αγηνόρου γιο, τον Έχεκλο, σπαθίζει στην κεφαλή κατάμεσα, π' όλη απ' το αίμα μέσα 475 ζεστάθη η σπάθα του η φαρδιά, κι' έτσι στον Άδη κάτου τον πήγε ο μάβρος θάνατος κι' η άπονη του η μοίρα. Και το Δεφκάλη ακόμα, εκεί που στον αγκώνα σμίγουν τα διο ποντίκια, του τρυπάει με τ' όπλο το βραχιόνι.

Γυναίκες κι' άνδρες τριγυρνούν 'στους δρόμους αγκαλιά, καπνίζει με το άσχημον και το ωραίον φύλον, τα χείλη σμίγουν κάποτε με πύρινα φιλιά, και παριστάνουν θέαμα περιπλοκών ποικίλων. Ιδού Ρωσσίδες απ' εδώ, και απ' εκεί μουζίκοι με δυνατή γιαμάικα και βότκα μεθυσμένοι. .. Ερώτων άντρον γίνεται και η σιταποθήκη, και όλοι είναι έμποροι κι' ερωτοκτυπημένοι.

Η Τασιούλαινα σαράντα πέντε χρονών γυναίκα, με πρόσωπο στρογγυλό σαν το φεγγάρι, με χρώμα σα μήλο κόκκινο, με μάτια μαύρα, σαν ελιές και φρύδια μακρυά και καμαρωτά, σαν δοξάρια, ώμοιαζε σα να μην είχε φτάσει ακόμα τα τριάντα χρόνια, κι' αν δεν είχε μια αδιάκοπη μελαγχολία στο πρόσωπό της θα φαίνονταν ακόμα νιώτερη απ' ό τι έδειχνε· κι' ο γυιός της, ο Γεωργάκης, με το δασύ του και κατάμαυρο μουστάκι, και με τα χονδρά του τα χαρακτηριστικά έδειχνε, σα να είχε περάσει τα τριάντα πέντε χρόνια, και χαριτωμένη μάννα κι' ωμορφοκαμωμένο παιδί έσμιγαν στην ηλικία, σαν που σμίγουν δύο αγαπημένα στόματα, και φαίνονταν ή σαν αδέρφια ή σαν αντρόγυνο, για όσους δεν τους ήξεραν.

Πεζοί κ' οι δύο, με της ασπίδες τρυπημένες, τσακισμένες, με της κάσκες σαλατιασμένες, σμίγουν και χτυπιούνται. Στο τέλος ο Τριστάνος χτυπάει τον Ριόλ στο μάτι της κάσκας. Το χτύπημα ήτανε τόσο δυνατό και καλοσημαδεμένο, που ο κόμης έπεσε χάμω, στα γόνατα και στα χέρια. «Σήκω τώρα αν μπορής, υποτελή, του φωνάζει ο Τριστάνος. Κακή ώρα ήρθες δω πέρα, και θα πεθάνης

Και μπήγει εφτύς το κλάμα και κράζει με ξεφωνητά σ' όλη τη χώρα κάτου «Άντρες γυναίκες, τρέξτε εφτύς τον Έχτορα να δείτε... Πασίχαρι αχ τον βλέπατε σα γύριζε οχ τη μάχη 705 σ' άλλους καιρούς, τι του λαού χαρά 'ταν και καμάριΕίπε, κι' αφτού δεν έμεινε ψυχήγυναίκα ή άντραςστη χώρα, τι όλους έπιασε αβάσταχτη σα λύπη, μον παν τους σμίγουν στο πορτί με το νεκρό στο κάρο.

Εσήκωσα τα μάτια ψηλά και είδα τα αιθέρια ποτάμια, τα σκοτεινά και τα πράσινα, τα χρυσορρόδινα και τα γλαυκά να σμίγουν στο ζενίθ και να κάνουν Στέμμα γιγάντιο. Ήταν κάμωμα του καιρού ή μήπως συμβολική απόκρισις τ' ουρανού στο ερώτημα της αθάνατης; Ποιος ξεύρει.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και σε ποιόν τόπον έγεινε αυτό το κρίμα; ΙΟΚΑΣΤΗ Φωκίς ο τόπος λέγεται° σμίγουν οι δρόμοι, που φέρνουν από τους Δελφούς εις την Δαυλία. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πόσος επέρασε καιρός που έγειναν τούτα; ΙΟΚΑΣΤΗ Λίγον καιρόν προτού να ’λθής εδώ στας Θήβας, τέτοιοι λόγοι σπαρθήκανε μέσα στην πόλιν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω Ζευ, τι εσυλλογίσθηκες σ’ εμέ να κάμης; ΙΟΚΑΣΤΗ Τι σου ταράζει την ψυχήν, άναξ, ωστόσο;

Κάτι ελάχιστο σαν θαμπό καντηλάκι έβλεπα να ζη στο κέντρο της υπάρξεως μου και γύρω κρύα στάχτη να σκορπούνε τ' άκρα, να σμίγουν και να χωνεύουν μέσα στ' αναίσθητα σανίδια του καταστρώματος. Πόσο έμεινα έτσι δεν ηξεύρω. Τι μαύρες ιδέες έκλωσα στο πνεύμα μου ή και αν έκλωσα καθόλου δεν θυμούμαι.

Φρύδια για ιδές δοξαρωτά, γραμμένα με κοντύλι. Λες κ' είνε φίδια ζωντανά που σμίγουν και φιλιούνται, Λες κ' είνε φίδια ζωντανά που ερχόνται να με ζώσουν. Για ιδές αχείλη κόκκινα, σαν με βαφή βαμμένα, Που ανοίγουν και γλυκομιλούν, που κλειούνται και γελούνε, Σαν τα τριαντάφυλλα του Μάη το βράδυ την αυγούλα.