United States or Kyrgyzstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Λέγε, κόρη μου, και δεν θα σου αρνηθώ ό,τι μου ζητήσης. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ θέλω να μη κόψης τας τρίχας της κόμης σου ούτε να φορέσης μαύρα δι’ εμέ. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Τι λέγεις, παιδί μου ; Εγώ η οποία θα σε χάσω; . . . ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Δεν θα με χάσης, όχι. Η κόρη σου θα ζη διά παντός, και η δόξα της θα ήναι και ιδική σου δόξα. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Πως ; εγώ να μη πενθήσω εις τον τάφον σου ;

Ενώ όμως εις τοιαύτην κατάστασιν ήτο η κεφαλή της και όλοι εγνώριζον ότι εκ μακρού νοσήματος είχε χάση την κόμην, οι αναιδέστατοι ποιηταί απεκάλουν υακινθίνας τας τρίχας της κόμης της και έπλεκον περί την κεφαλήν της σγουρούς πλοκάμους και παρωμοίαζον την ανύπαρκτον κόμην προς τα σέλινα.

Και ούτε ο θρησκομανής μεσαίων ηδυνήθη να περιστείλη την χρήσιν του ψιμμυθίου. Είς των Γάλλων πριγκήπων, επί Λουδοβίκου ΙΔ', νομίζω, ου μόνον ηρέσκετο να φορή γυναικεία ενδύματα και να ζη πάντοτε εν μέσω γυναικών και να φέρεται ως αύται, αλλά και εψιμμυθιούτο. Και όμως ο θηλυπρεπής ούτος ανεδεικνύετο εις τας μάχας ατρόμητος. Την ιστορίαν του ψιμμυθίου ακολουθεί και το βάψιμον της κόμης.

Ήτο τεσσαρακονταετής περίπου την ηλικίαν, έπαιζον δε γοργοί κ' ευκίνητοι οι μαύροι οφθαλμοί του εν αρμονία προς την ηλιοκαυμένην όψιν του και την μαύρην στιλβηδόνα της μαύρης κόμης του. Η χροιά και του προσώπου και των χειρών του ωμοίαζε προς το βαθύχρουν δέρμα κήτους.

Καθώς έκυπτε προς αυτόν, ούτος ησθάνθη την θερμότητα του σώματός της, τα κύματα της κόμης της του έκαυσαν το στήθος και εκείνος ωχρίασεν εκ συγκινήσεως· αλλ' εν τη ταραχή και τη παραφορά του πάθους ενόει επίσης ότι ουδεμία κεφαλή εις τον κόσμον τω ήτο τόσον προσφιλής και ότι όλος ο κόσμος ήτο μηδέν δι' αυτόν. Άλλοτε ωρέγετο την Λίγειαν, τώρα την ηγάπα εξ όλης της καρδίας του.

Μπήκαν στα ψηλά χόρτα και της φτέρες. Τα δέντρα ξανάκλεισαν πίσω τα κλαδιά τους. Και χαθήκανε μέσ' τα φυλλώματα. Ακούστε μια ωραία περιπέτεια, Άρχοντες. Ο Τριστάνος είχε αναστήσει ένα σκυλλί: ένα λαγωνικό, ώμορφο, ζωηρό, ελαφρό στην τρεχάλα. Κανένας κόμης κι' ούτε ο ίδιος ο Βασιληάς δεν έχει το όμοιό του για το κυνήγι με το τόξο. Τον έλεγαν Χουσδάν.

Ακούστε τον! ακούστε τον! Με βρίζει κι' όλα . . . με φοβερίζει! ανέκραξεν η γυνή δράττουσα περί τους κροτάφους τους δυο κρεμαμένους θυσάνους της κόμης της.

Και για να μην πης πάλι πως η υπερβολικές μου ιδέες καταστρέφουν όλα, να, αγαπητέ μου κύριε, ένα διήγημα, ξάστερο και καθαρό, όπως θα το διηγότουν ένας χρονογράφος. Ο κόμης Κ . . . με αγαπά, με τιμά, τούτο είναι γνωστόν, εκατοντάκις ήδη σου το είπα.

Πολλάκις κατά την ώραν της διασκεδάσεως, ενώ αι λοιπαί παρθένοι διεσκορπίζοντο καθ' ομίλους εις τον κήπον, φαιδρώς διαλεγόμεναι, εμπαίζουσαι τας γραίας, διηγούμεναι τα όνειρα της νυκτός, δεικνύουσαι τα γραμμάτια των εραστών, παραβάλλουσαι το μήκος των ποδών και το χρώμα των χειλέων ή της κόμης των, η Ιωάννα έμενε μόνη ως οβελίσκος εν μέσω πλατείας μετρούσα το ύψος των δένδρων και αιτιωμένη την Αγ.

Ίσως είχεν ακούσει τους χαριτοβρύτους εκείνους λόγους οίτινες δυνατόν να ελέχθησαν αυθημερόν. «Δεύτε προς Με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς». Και έλαβε θάρρος επειδή δεν επετιμήθη· και ούτω κατανοήσασα ότι, ό,τι και αν έπραττον οι άλλοι, ο Κύριος δεν την εμίσει ούτε την απεστρέφετο, επλησίασεν εγγύτερον προς Αυτόν, και, κλίνασα τα γόνατα, ήρχισε με τους μακρούς λυτούς βοστρύχους της κόμης της ν' απομάσση τους πόδας τους οποίους είχον υγράνη τα δάκρυά της, και είτα να καλύπτη αυτούς με ασπασμούς, και τέλος, θραύουσα το αλάβαστρον, να καταχέη το πολύτιμον νάρδον επί των ποδών Αυτού.