United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτή ξανακοκκίνησε ως μέσα στα μάτια κ' έκανε με το κεφάλι «όχι». Δε θαργήσωμε ξαναείπ’ ο Νίκος που με τις ματιές του αγκάλιαζε την πορφυρή της επιθυμία, την άλαλη, κ’ έπαιρνε κι ο ίδιος φωτιά, σα να του φαινόταν τώρα ο χορός αυτός ο μόνος σκοπός της ζωής του. Είν' η κυρία Ευρυδίκη κοντά στη Βεργινία και της είπα να μη φύγη πριν να γυρίσωμε. . . Ξανασήκωσε. η Λιόλια το κεφάλι της και κύτταξε το Νίκο κατάματα. . . Τι να τους έλεγαν τω ματιών του εκείνα της τα μάτια ! Τους έλεγαν; «Αχ ! θέλω, θέλω ! κι ας ήναι για ένα γύρο μοναχά τόσο πολύ ταποθυμώ που μετά θάθελα να πέθαινα !. . . Κύριε Νίκο ! Κύριε Νίκο ! σκότωσέ με, αν θέλης μα πάρε με μαζί σου ! Δε χόρεψα ποτέ μου σε χορό αληθινό, παρά μόνο μια φορά, τόσο δα λιγάκι, στο σπίτι μιας φιλενάδας μου που ήμουνα μικρή, πολύ μικρή μα δεν μπορώ να το ξεχάσω. . .» Αυτό τούλεγαν του Νίκου τα μάτια της.

Παντού ζητούμε τη σειρά αλάκαιρη. Πρώτα, όταν απαντούσαν έναν τύπο ψη αντίς ψυχή, έλεγαν αμέσως που χάθηκε το χ, κ' έτσι έγινε η ψυχή, ψή. Δε μιλώ για όσους νομίζουν και μας διδάσκουν που η ψυχή έγινε ψή, «κατά παραφθοράν», γιατί μ' αφτό το λίγο δεν ξηγούν τίποτις κ' έπρεπε τουλάχιστο να μας πουν πώς και με τι τρόπο έγινε αφτή η παραφθορά. Τόσο έφκολα τα πράματα δεν είναι.

Είτα ηγάπησε μίαν Τουρκοπούλαν, καθώς έλεγαν, την έκλεψεν, από ένα χαρέμι της Σμύρνης, την εβάπτισε και την ενυμφεύθη.

Ο ξένος είχεν ακούσει, ότι η Κώσταινα είταν ξενιτεμένη πολλά χρόνια, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά, ακούοντας τώρα, ότι την έλεγαν και Κώσταινα, και τον προύχοντα να φωνάζη «τα σχαρήκια... » κοντοστάθηκε λίγο, κλονίστηκε, σαν κυπαρίσσι, που τώχει κόψει τες ρίζες του ο ξυλοκόπος, άφησε από τα χέρια του το καπίστρι του μουλαριού, γονάτισε και σωριάστηκε κατά γης, ψηλά στο χιόνι.

ΛΗΡ Α! Γονερίλη! και με άσπρα γένεια!.. Μ' εκαλόπιαναν 'σάν τα σκυλιά, και μου έλεγαν ότι έχω άσπραις τρίχες, προτού ακόμη φυτρώσουν αι μαύραις. Να μου λέγουν ναι και όχι εις ό,τι έλεγα, να μου λέγουν και ναι και όχι μαζί, δεν ήθελε πολλήν θεολογίαν.

Ο βασιλεύς έβγαλε τα φορέματά του, και άρχισαν οι αγύρται να τον ενδύουν τάχα με τα νέα, το έν κατόπιν του άλλου· ο δε βασιλεύς εγύριζε και εγύριζε και έβλεπεν εις τον καθρέπτην. — Ωραία φορέματα! πηγαίνουν εξαίρετα, έλεγαν όλοι. Τι σχέδιον, τι χρώματα! Ιδού φόρεμα μίαν φοράν! Ο αυλάρχης εν τούτοις επαρουσιάσθη και εψιθύρισεν εις την αυτού Μεγαλειότητα ότι είναι ώρα διά την τελετήν.

Και άλλα όμως πεντέξη εψάρευαν ολόγυρα κ' εκουβέντιαζαν από μηχανή σε μηχανή, εμετρούσαν οι καπετάνοι τις ζημίες τους, έκριναν τον καιρό, ελογάριαζαν τους μήνες, έλεγαν για την εσοδεία της χρονιάς, για την ποιότητα του σφουγγαριού και για την τιμή που θα πωληθή στην αγορά της Αγγλίας και της Αμερικής. — Τι τα θες; μ' έφαγαν τα πλάτικα εφέτος· είπεν απαρηγόρητα στενάζοντας ο Πίπιζας.

Λένε, μα το Θεό, πως και το μάλαγμά της μοναχά γιαίνει αρρώστιες και δείχνει θάμματα. — Ο Σουλτάν Μουχαμέτης, ο Ασβιούκ, όπως τον έλεγαν, ξανάρχισε ο Γεροκαλαμένιος, που τον πολεμούσε, ακούγοντας πολλά για το σπαθί του, έστειλε σ' αυτόν άνθρωπό του και του το γύρεψε να το ιδή από περιέργια.

Αρχές Νοέμβρη έτοιμοι πάλι για ταξείδι. Επλάκωσεν όμως η Πεντέχτη. «Στη χάσηπιάση αρμένιζε, Πεντέχτη στο λιμιώνα» έλεγαν οι παλαιοί. Ο καπετάν Μπισμάνης ήταν φρόνιμος· αν δεν έβλεπε καλοσυνάδα τα σημάδια του καιρού δεν έλυνε πρυμόσχοινα. Μα τι να φέρη ο διάβολος για τις αμαρτίες μας; Ο καπετάνιος είχε μία κάσσα γλυκά σπιτίσια να τα δωρίση στον έμπορο.

Έτσι τον επετροβόλουν και τα παιδιά στο χωριό, αλλ' άμα εγύριζε το μαύρο του μούτρο κεγυάλιζαν τα δόντια του, ου! οπού φύγει φύγει τα παιδιά ... Να και ο παπά- Δημήτρης, ένας μεγάλος γεροντόπρινος. Και λίγο παραπέρα ένας Τούρκος με τη σαρίκα του. Τον εγνώριζεν αυτόν τον Τούρκον, τον Μαυρομπραΐμην. Έλεγαν πως είχε σκοτώσει ένα του μπάρμπα κι ο πατέρας του τον εμάχετο φοβερά.