United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τούλεγαν πως δεν ήξερε το Νόμο του Θεού, πως ήξερε περισσότερα για τη βασιλεία του κόσμου τούτου, παρά για τη Βασιλεία των Ουρανών. Πως δεν ήταν για παπάς. Η ίδια του η γυναίκα τον καταλαλούσε: — Όσοι είχανε χρόνια να μεταλάβουν περίμεναν να γίνης του λόγου σου παπάς, για να πάρουν τ' Άγια Μυστήρια. Όλες οι φκιασιδούδες, όλες οι πεταλούδες, εσένα περίμεναν να τους βάλης το πετραχήλι στο κεφάλι...

Αυτή ξανακοκκίνησε ως μέσα στα μάτια κ' έκανε με το κεφάλι «όχι». Δε θαργήσωμε ξαναείπ’ ο Νίκος που με τις ματιές του αγκάλιαζε την πορφυρή της επιθυμία, την άλαλη, κ’ έπαιρνε κι ο ίδιος φωτιά, σα να του φαινόταν τώρα ο χορός αυτός ο μόνος σκοπός της ζωής του. Είν' η κυρία Ευρυδίκη κοντά στη Βεργινία και της είπα να μη φύγη πριν να γυρίσωμε. . . Ξανασήκωσε. η Λιόλια το κεφάλι της και κύτταξε το Νίκο κατάματα. . . Τι να τους έλεγαν τω ματιών του εκείνα της τα μάτια ! Τους έλεγαν; «Αχ ! θέλω, θέλω ! κι ας ήναι για ένα γύρο μοναχά τόσο πολύ ταποθυμώ που μετά θάθελα να πέθαινα !. . . Κύριε Νίκο ! Κύριε Νίκο ! σκότωσέ με, αν θέλης μα πάρε με μαζί σου ! Δε χόρεψα ποτέ μου σε χορό αληθινό, παρά μόνο μια φορά, τόσο δα λιγάκι, στο σπίτι μιας φιλενάδας μου που ήμουνα μικρή, πολύ μικρή μα δεν μπορώ να το ξεχάσω. . .» Αυτό τούλεγαν του Νίκου τα μάτια της.

Τη μάγεψες, Λαλεμήτρο, τη γουστερίτσα, τούλεγαν τα κορίτσια της γειτονιάς. Θέλεις να σου κάνουμε τις προξενειές; Και ξεκαρδίζονταν στα γέλια. — Ε! τι να κάνωμε, κορίτσια; έλεγε ο Λαλεμήτρος. Της λέω καμμιά ιστορία να κάνη χάζι. Σκαλίζω και το περιβολάκι, ποτίζω και τα δενδράκια.

Πώς το είπες αυτό; ρώτησε ο πασάς; που λίγο γνώριζε τα Ελληνικά και πολλές φορές σταματούσε για να βρη τη φράση που θάλεγε ή για να καταλάβη τι τούλεγαν. — Είχε ενθουσιασμό πατριωτικό. Το λίγο που κατάλαβε ο πασάς από τη φράση μου τον έκαμε να κυτάξη με ανησυχία προς τη θύρα της αίθουσας που ήμεθα.

Εκατό φορές καραβοτσακισμένος, έρημος και σκοτεινός, ζούσε με την ελεημοσύνη των χριστιανών. Μα η γλώσσα του δούλευε σαν τη ροκάνα. Τον φεύγανε όλοι σαν την ψώρα. «Ό,τι θέλεις, Λαλεμήτρο, μα λίγες κουβέντες», τούλεγαν όλοι. Τώρα είχε βρει ταγαθά του Θεού, με την Ουρανίτσα. Η γλώσσα του δούλευε με το μεροκάματο. Και ο μπόγος γεμάτος σαν έφευγε.