United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκατό φορές καραβοτσακισμένος, έρημος και σκοτεινός, ζούσε με την ελεημοσύνη των χριστιανών. Μα η γλώσσα του δούλευε σαν τη ροκάνα. Τον φεύγανε όλοι σαν την ψώρα. «Ό,τι θέλεις, Λαλεμήτρο, μα λίγες κουβέντες», τούλεγαν όλοι. Τώρα είχε βρει ταγαθά του Θεού, με την Ουρανίτσα. Η γλώσσα του δούλευε με το μεροκάματο. Και ο μπόγος γεμάτος σαν έφευγε.

ΜΙΡ. Τίποτε κακό δεν δύναται να μείνη μέσα εις παρόμοιον ναό. Αν το πονηρό Πνεύμα έχη τόσο ώμορφο σπίτι, ταγαθά όντα θα πολεμούνε να κατοικήσουνε μαζή του. Μην ομιλής εσύ γι' αυτόν· είν' ένας προδότης. Προβάτει· θα σου αλυσοδέσω λαιμό και πόδι· αντάμα, θα πίνης άρμη, θα τρως νερόχορτα, μαραμμένες ρίζες, και τα τζέφλια όπου εκουναρήθη το βαλανίδι. Ακολούθα.

Ο Άγιος Θωμάς δε μου φάνηκε κατώτερος της φήμης του. Μεγάλο κιωραίο χωριό με νερά και περιβόλια. Ο θείος μου ήτον πλούσιος και το σπίτι του είχεν όλα ταγαθά. Οι ξαδέρφοι μου ήσαν νέοι μεγάλοι· είχαν και δυο αδερφές μικρότερες. Όλοι μου κάμανε μεγάλες χαρές και δε ξέρανε πως να με ευχαριστήσουν.

Πιο πιστό κι' απ' τη γυναίκα κι' απ' τη θάλασσα, κι' απ' όλα ταγαθά του κόσμου. Ας είνε καλά ταμπέλια του Θεού. Οι βαρέλλες δεν αδειάζουν ποτέ. Κι' αν αδειάσουν, ξαναγεμίζουν... — Αυτό, που λες, δε θα μαρνηθή ποτέ. Ποτέ δε θα μαρνηθή. Τύφλα νάχουνε γυναίκες κ' υποστατικά και πλεούμενα και παιδιά και σκυλιά. Όλα μαρνηθήκανε και φύγανε. Πάνε. Αυτό δε θα μαφήση, αν δεν ταφήσω.

Λυπάμαι τη γυναίκα σου που άκληρη γερνάει• δεν ήταν άξια να πονή χωρίς παιδιά, που είνε από γενειά τόσο λαμπρή• άδικα μου παινεύεις της βασιλείας ταγαθά, πούνε γλυκειά στην όψι, μα μέσ' στο σπίτι θλιβερή• ποιος είν' ευτυχισμένος κι' αφρόντιστος, όταν περνά με φόβους τη ζωή του και δυσπιστίες; ήθελα να ήμ' ευτυχισμένος απλός πολίτης πειο καλά, παρά να βασιλεύω, και νάχω πάντα τους κακούς για φίλους μου τριγύρω, και τους καλούς να τους μισώ, και φόβο να τους έχω μη με σκοτώσουν.

Και η κυρά Πανώρια η μαννούλα του, ορθή ανάμεσα στον πεινασμένο λαό της, σκόρπιζε πρόθυμα την τροφή, καλόβουλη και γελαστή σαν την Κυρά τη Φύση που σκορπά για όλους ταγαθά της. Τώρα ποιος ξέρει τι να κάνουν κ' εκείνα; Σε τι ανυπομονησία θα βρίσκονται που δε βλέπουν ακόμη να προβάλη η τροφοδότρα τους. Άκου πώς τσιμπούν και χαρχαλεύουν την πόρτα!

Απ την αγάπη μου προς σε κι' από τον σεβασμό μου και για να ζήσης μόνος σου και να χαρής τον κόσμο πεθαίνω εγώ, ενώ καθώς πολύ καλά γνωρίζεις μπορούσα να μην πέθαινα, αλλ' ευτυχής να ζήσω και μέσα από τους Θεσσαλούς να πάρω άλλον άνδρα, εκείνον που θα ήθελα, στο πλούσιο παλάτι να ζήσω 'σαν βασίλισσα μέσ' σ' ταγαθά του θρόνου.

Μένων Αναμφιβόλως. Σωκράτης Λοιπόν κατά τον ορισμόν σου, όπως φαίνεται, αρετή είναι η δύναμις, η όποια πορίζεται τ' αγαθά. Μένων Εντελώς έτσι νομίζω, Σωκράτη, όπως συ τόρα νομίζεις. Σωκράτης Ας ίδωμεν, αν και αυτό που λέγεις είναι αληθές· διότι πιθανόν να έχης δίκαιον. Εκείνο λοιπόν, που είναι ικανόν να πορίζεται ταγαθά, συ το λέγεις αρετήν; Μένων Ναι.

ΚΗΡΥΞ Πολίται! από σήμερα στη Στρατηγό τραβάτε, για να σας 'πη ο κλήρος σας κ' η τύχη, που θα πάτε να κάτσετε θα βρήτε κάθε τράπεζα παντού ετοιμασμένη, που είνε μ' όλα ταγαθά του κόσμου φορτωμένη, και κάθε κλίνη με μαλλιά και τάπητες στρωμένη! Η μυροπώλιδες, γραμμή, κρατήρες σας γεμίζουνε από κρασιά• με στη φωτιά μπριζόλες τσιτσιρίζουνε, και περασμένοι οι λαγοί μεσ' στα σουβλιά γυρίζουνε.

Δε βαστάω πια την ξενιτειά». Οι γυναίκες κερώσανε. «Βρε αμάν, βρε ζαμάν, του λέει η παπαδιά, εδώ παλληκάρια και παλληκάρια, ντουνιάς ολάκερος στη θάλασσα είδε χαΐρι και προκοπή. Κάνανε βιος και υπόληψη και πλεούμενα δικά τους και του πουλιού το γάλα, ταγαθά του Θεού γεμίσανε το σπίτι τους.