United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• 270 «κάθιζ', Ευρύλοχε, συ αυτού, να τρώγης και να πίνης, 'ς τον τόπο όπου ευρίσκεσαι, σιμάτο μαύρο πλοίο• εγώ θα υπάγω• φοβερή με υποχρεόνει ανάγκη».

Εν γένει δεν σε πιάνει κανέν από τα σοβαρά νοσήματα, αλλά, και αν σούρθη καμμιά φορά κανένας ελαφρός πυρετός δεν τον αφήνεις να σε κυριεύση, αλλ' αφού τον υποφέρεις ολίγον, σηκώνεσαι και τον τινάζεις πέρα, αυτός δε φεύγει τρομασμένος που σε βλέπει να πίνης κρύο νερό και ν' αδιαφορής τελείως δι' όσα λέγουν οι γιατροί.

Επειδή εδώ κάτω δεν φύεται ελλέβορος , πήγαινε εις το νερόν της Λήθης και πίνε και ξαναπίνε και μη βαρεθής να πίνης• διότι τοιουτοτρόπως θα παύσης να λυπάσαι διά τα αγαθά του Αριστοτέλους.

Αλλά δεν μου λες πώς έχεις ανάγκην να πίνης; Διότι σώμα δεν έχεις, το οποίον θα ηδύνατο να πεινά και να διψά• εκείνο έχει ταφή κάπου εις την Λυδίαν, συ δε είσαι ψυχή• πώς λοιπόν δύνασαι να διψάς ή να πίνης; ΤΑΝ. Αυτή είνε η τιμωρία μου, να διψά η ψυχή μου, ως να ήτο σώμα. ΜΕΝ. Τέλος πάντων ας το πιστεύσωμεν, αφού λέγεις ότι τιμωρείσαι με την δίψαν.

Κ' ύστερα θάρχεσαι μέσα να πίνης ένα σερμπέτι. — Έφεντημ, θα μ' αβανιάζουν τότες πως τούρκεψα. Εμένα δεν με μέλει κι αν τουρκέψω για το χατίρι σου. Μα η γριά μουως τον τάφο καημό της θα τόχει». — Όχι, παιδί μου, του λέει ο Αγάς, εγώ ποτές μου δικό μας δε θα σε κάνω δίχως να θέλης. Ένα πράμα όμως σου λέω: Ανίσως και ταποφασίσης ποτέ σου, ψυχή να μη φοβηθής, σώνει να αναπνέη ακόμα ο Χασάν Αγάς.

Δες και συ τον κόσμο μια φορά καλό, μες 'στη μαύρη λύπη σκόρπισε χαρά, ήσυχο εμπρός σου κύτταξε γιαλό, άνοιξι, λουλούδια, κι' όχι συμφορά. Τους πενθίμους στίχους ξέσχισε και κάψε, άρχισε να πίνης κι' όλο να γελάς, πετακτά τραγούδια και αλέγρα γράψε, πες και συ πως πάει πρίμα η Ελλάς.

ΑΜΛΕΤΟΣ Αλλ' ούτ' εχθρός σου αυτό να λέγη εσυγχωρούσα· και μη τόσο σκληρά τ' αυτιά μου υποχρεώσης δικήν σου εις βάρος σου ν' ακούσουν μαρτυρίαν· καλώς γνωρίζ' ότι οκνηρός εσύ δεν είσαι. Αλλάτην Ελσινόρην τι ζητείς; Πριν φύγης θα μάθης από εμάς να πίνης ανδρειωμένα . ΟΡΑΤΙΟΣ Ήλθα, Κύριε, να ιδώ το ξόδι του πατρός σου.

Αφού έγινα Εύφορβοςεπανέρχομαι εις την διήγησίν μουεπολέμησα εις την Τρωάδα και αφού μ' εφόνευσε ο Μενέλαος ύστερα από χρόνια έγινα Πυθαγόρας. Έως τότε έμενα άστεγος και επερίμενα να μου φτιάση νέαν κατοικίαν ο Μνήσαρχος. ΜΙΚ. Κι' εζούσες χωρίς να τρως και να πίνης; ΠΕΤ. Βέβαια, διότι η τροφή και το ποτόν μόνον στο σώμα χρειάζονται. ΜΙΚ. Λοιπόν να μου διηγηθής πρώτα τα συμβάντα της Τρωάδος.

Παραπέρα ένα άλλο σωστό τ ρ ο υ π ώ από φουστανελλοφόρους, πατατουκοφόρους, οι μισοί με τσαρούχια, τομαράδες, καπνέμποροι και ζωέμποροι και σιτηρέμποροι, γκαρσονάκια που να τα πίνης στο ποτήρι, ροφούν τα ούζα τους και με κοιτάζουν με κάτι αγριοματιές, ενώ όλοι τους φαίνονται να ψιθυρίζουν με τα χοντρά χείλη τους! — Κόμματος που είνε!....

Τότε ο διογέννητοςαυτόν απάντησε Οδυσσέας• 485 «'Σ τα βάθη της μου εκίνησες, ω Εύμαιε, την καρδία, ένα προς ένα ως έλεγες τα πάθη της ψυχής σου. αλλά πλησίοντο κακό καλό σου 'δωσ' ο Δίας• ότι, αν και τόσα υπόφερες, αλλάτα δώματ' ήλθες ανδρός καλού, 'που εγκαρδιακά να τρώγης και να πίνης 490 σου δίδει, και συ καλοζής• αλλ' εγώ παραδέρνω εις πολλαίς χώραις των θνητών κ' εδώ πάλ' ήλθα ξένος».