United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσοι απ' της Μούσες έλαβαν του τραγουδιού το δώρο συχνά θε να σε τραγουδούν απάνω εις την λύρα, την λύρα την επτάχορδη, από κόκκαλο χελώνας, ή και στους ύμνους που χωρίς τη λύρα τραγουδιούνται στην Σπάρτη όταν γίνωνται η εορτές τον Μάη ή της σεληνοφώτιστες της νύχτες στας Αθήνας. Τέτοια τροφή, πεθαίνοντας, αφήνεις στα τραγούδια.

Εν γένει δεν σε πιάνει κανέν από τα σοβαρά νοσήματα, αλλά, και αν σούρθη καμμιά φορά κανένας ελαφρός πυρετός δεν τον αφήνεις να σε κυριεύση, αλλ' αφού τον υποφέρεις ολίγον, σηκώνεσαι και τον τινάζεις πέρα, αυτός δε φεύγει τρομασμένος που σε βλέπει να πίνης κρύο νερό και ν' αδιαφορής τελείως δι' όσα λέγουν οι γιατροί.

ΖΕΥΣ. Και εις ημάς δεν αφήνεις τίποτε, αλλ' εις μάτην λοιπόν είμεθα θεοί και ούτε πρόνοιαν τινά εις τα πράγματα του κόσμου εξασκούμεν, ούτε των θυσιών είμεθα άξιοι, ως αληθινά τρύπανα και σκεπάρνια; Αλλ' έχεις δίκαιον να με καταφρονής, διότι ενώ έχω, ως βλέπεις, τον κεραυνόν έτοιμον, σε ανέχομαι να λέγης τόσα εναντίον μας.

Πού τον ηύρες τον μουστερή!... είπεν ειρωνικώς ο Γύφτος. Εγώ τώρα, καθώς είμαι κουρασμένος, και είνε και νύχτα... — Όχι τώρα, υπέλαβεν ο ξένος. Έχομεν καιρόν. Αύριον, μεθαύριον. — Και τι δουλειά έχω, να πάγω εγώ εκεί; αντείπεν ο Γύφτος. — Ίσως θα εύρης δουλειά, επέμενεν ο ξένος. — Άλλην απ' αυτήν που κάμνω κάθε μέρα;... — Εάν εύρης καλλίτερην, δεν την αφήνεις; — Όχι, είπε σταθερώς ο Γύφτος.

Διά ποίαν αιτίαν ζητείς τον θάνατον μου; Ποίαν πόλιν επρόδωσα, ποίον από τα παιδιά σου εσκότωσα, πού έβαλα πυρκαϊάν; Διά της βίας εκοιμήθην με τον κύριόν μου και φονεύεις εμέ αντί εκείνου ο οποίος είναι η αιτία; Αφήνεις την αρχήν και φέρεσαι εναντίον του αποτελέσματος; Ω, τι δυστυχία είναι αυτή! Δυστυχισμένη μου πατρίς, πόσα υποφέρω!

Στο μέγα τούτο βάθος ο έρως αντηχάει· ο έρωτάς μου μόνον καθόλου δε σιγάει Και εγώ μαζί με τούτον ακοίμητος πονώ· βογγώ μαζή του κλαίω, ανήσυχος θρηνώ, Αχ! έρωτα δε φτάνουν της μέρας οι καϋμοί τα βάσανα κι' οι πόνοι, και οι αναστεναγμοί· Την νύχτα δε μ' αφήνεις καν δίχως ταραχή· την νύχτα χάρισέ μου μικρή ανακοχή. Ω Αφροδίτης γέννα παντού υπερβολή, κι' σ' εύνοια κ' οργή σου ορμή παραπολλή.

Τότε θα καμαρώσης για το ωραίο σου κατόρθωμα. Τι με αγριοκυτάζεις και τρίζεις τα δόντια; Αν έχης τίποτε να με κατηγορήσης, να το πης, και αυτή η Πυθιάς ας μας κρίνη. Πώς χωρίς να μου δώσης καμμίαν απάντησιν φεύγεις και μ' αφήνεις; Βλέπεις, Πυθιάς, τι τραβώ απ' αυτόν τον Λυσίαν; ΠΥΘΙΑΣ. Τι σκληρή καρδιά, να μη τον συγκινούν τα δάκρυα της. Είνε πέτρα και όχι άνθρωπος.

Ο Αγγελής, ενόσω ο άλλος ηρεύνα τα θυλάκια της περισκελίδος του, ίστατο αδιάφορος, αλλ' άμα η χειρ ανήλθε και ήρχισε να ψαύη τον κόλπον, έπιασεν ο ίδιος το γιλέκον του αριστερά προς την μέσην, και το έσφιγγε με όλην την δύναμίν του, εμποδίζων την χείρα του φίλου του να φθάση έως εκεί. — Δεν μ' αφήνεις να σε ψάξω; — Άφησέ με, δεν έχω τίποτε. — Είσαι ψεύτης! Ο Αγγελής ύψωσεν απειλητικήν χείρα.

Όχι, επέμενε το άλλο το οποίον εκράτει το φανάριον. Το είδα εγώ που ήταν εικοσιπενταράκι. Δεν με γελάς. — Όχι, μα την Παναγίδα, βρε Νάσο. Μια πεντάρα σου λέω. — Μ' αφήνεις να σε ψάξω; — Θα σ' πέση το φανάρι. Διά μιας ο Νάσος άφησε το φανάρι κατά γης και ητοιμάζετο να ψάξη τον Αγγελήν. Αλλά την τελευταίαν φοράν ο Νάσος είχεν υποπτευθή τον Αγγελήν.

Λυπόμαστε και οι τέσσερες γι' αυτό πολύ. Αλλ' οφείλουμε να σου αποκαλύψουμε ό,τι ξαφνικά, εμάθαμε. Έδωσες την καρδιά σου στον Τριστάνο. Κι' ο Τριστάνος θέλει να σ' εξευτελίση. Άδικα σε είχαμε ειδοποιήσει. Για την αγάπη ενός ανθρώπου, περιφρονείς όλους σου τους συγγενείς κι' όλους σου τους βαρώνους, και μας αφήνεις μόνους. Μάθε λοιπόν, ότι ο Τριστάνος αγαπάει τη Βασίλισσα.