United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφίνω πως μας αρρώστησαν από την αϋπνία, κ' εμένα και τη γυναίκα μου . . . αφίνω πως τα καϋμένα τα παιδιά μου ούτε χορεύουν πεια ούτε τραγουδούν . . , γιατί δεν έχω κέφι να παίξω το μπουζούκι μου. Το λοιπόν, αφέντη, με το συμπάθειο . . . σας είμαι υπόχρεως, πολύ υπόχρεως, . . μα . . νά κρατήστε του λόγου σας τα χρήματα σας, κ' εγώ . . . τη φτώχια μου.

Μα τι να πούμε για κείνους που γράψανε γι' αυτά τα πράγματα; Τι για κείνους που έδωκαν πραγματικότητα και τα έκαμαν να ζουν για πάντα; Δεν είναι πιο μεγάλοι από τους άντρες και τις γυναίκες που τραγουδούν; «Ο Έκτωρ ο γλυκός εκείνος ιππότης επέθανε», κι ο Λουκιανός μας λέει πως στο μισοσκότεινον κάτω κόσμο είδε ο Μένιππος το λευκασμένο κρανίο της Ελένης κι απόρεσε ότι για το χατήρι ενός τόσον ασχημόθωρου πράγματος όλα εκείνα τα κογχωτά καράβια ρίχτηκαν στη θάλασσα, οι ωραίοι εκείνοι θωρακοφερεμένοι άντρες σύρθηκαν χάμου, οι πόλεις εκείνες με τα κάστρα τους γένηκαν στάχτη.

Εγώ τουλάχιστον, σε βεβαιόνω, εξηκολούθησεν η αγαθή γυνή μετά πικρού μειδιάματος, κατήντησα να μην ομιλώ παρά όταν μαλόνω τους υπηρέτας . . . . Αυτοί οι πτωχοί με το τίποτε είνε πάντα ευχαριστημένοι, εύθυμοι, διασκεδάζουν αδιάκοπα, τραγουδούν, χορεύουν, χαίρονται την ζωήν των τέλος πάντων. Διατί αυτό; — Διατί! είπε καθ' εαυτόν ο χρηματιστής, περιπατών σιγά άνω κάτω εν τη αιθούση.

Άλλοτε οι χορεύοντες ήσαν συγχρόνως και τραγουδισταί• αλλ' επειδή όταν εχόρευαν η πνευστίασις εξησθένει και διέκοπτε την φωνήν και ασχήμιζε το άσμα, εθεωρήθη καλλίτερον να τραγουδούν άλλοι και άλλοι να χορεύουν. Αι δε υποθέσεις είνε κοιναί και ουδόλως διαφέρουν εις την τραγωδίαν και την όρχησιν παρά μόνον ότι εις την τελευταίαν είνε ποικιλώτεραι και τεχνικώτεραι και παρουσιάζουν μυρίας μεταβολάς.

Όσοι απ' της Μούσες έλαβαν του τραγουδιού το δώρο συχνά θε να σε τραγουδούν απάνω εις την λύρα, την λύρα την επτάχορδη, από κόκκαλο χελώνας, ή και στους ύμνους που χωρίς τη λύρα τραγουδιούνται στην Σπάρτη όταν γίνωνται η εορτές τον Μάη ή της σεληνοφώτιστες της νύχτες στας Αθήνας. Τέτοια τροφή, πεθαίνοντας, αφήνεις στα τραγούδια.

Είμαι πολύ ευχαριστημένος που σούκανε καλό η επίσκεψί μου και ξαναδυνάμωσες λιγάκι. Άλλοτε τα ξαναλέμε. Σου έφερα εδώ ένα χορόν που τον συνήντησα κατά τύχην. Αυτός θα σου διαλύση την λύπη και θα προδιαθέση καλύτερα την ψυχή σου για όσα έχομε να πούμε. Είναι Αιγύπτιοι ντυμένοι σαν Μαυριτανοί, χορεύουν και τραγουδούν και είμαι βέβαιος πως θα ευχαριστηθής πολύ.

Καθ' εκάστην δε νύκτα ο δρόμος μας εγέμιζεν από μεθυσμένους εραστάς, οίτινες ήρχοντο να της τραγουδούν και έκρουον την θύραν μας, τινές δε και χωρίς συστολήν και φόβον εισώρμων εις την οικίαν μας.

Και όσην ώρα διήρκεσε τούτο οι γυναίκες και τα κορίτσια εσυνάχθησαν ολόγυρα εις το θυσιαστήριον και άρχισαν να χορεύουν και να τραγουδούν. Μα αιφνιδίως έπαυσαν οι χοροί τους και τα τραγούδια δι' ένα συμβεβηκός που επροξένησε μεγάλην έκστασιν εις τους θεατάς.

Εμπρός, πεζοί μου στίχοι, φανήτε τυπωμένοι, ας σας διαβάζουν όλοι και ας σας τραγουδούν . . . αλλ' όμως ποιος γνωρίζει τι τύχη σας προσμένει, τι χέρια θα σας πιάσουν, τι μάτια θα σας 'δούν! Εις ένα κι' άλλο μέρος με στόμφο θα σας κρίνουν, εδώ θα σας τρομάζουν, θα σας πετούν εκεί, τι σχόλια και κρίσεις επάνω σας θα γίνουν, και τι δεν θα σας ψάλουν καμπόσοι κριτικοί.

Ούτ' ήρθε απ' του Διόνυσου τους ιερούς αγώνας τραγουδιστής γλυκόφωνος, τεχνίτης στο τραγούδι που να μην πήρε πληρωμή όση στην τέχνη αξίζει. Τον τραγουδούν οι ποιηταί για όσα καλά τους κάνει.