United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενώ δε απεμακρύνετο, εμονολόγει: «Δε θέλω να μου μιλής ... Διάολε, με το ζόρε αγάπη; Να πάρης τον Τερερέ να γενή το κέφι ταδερφού σου. Δε σε θέλω, τζάνε μου· πως το λένε; ... Έχει κιάλλες κοπελλιές το χωριό δέκα βολές καλλίτερες. Καλλίτερη 'σαι συ απού το ΜαρούλιΟύτω βαδίζων εξήλθεν από το χωριό, χωρίς να το καταλάβη.

Έπρεπε λοιπόν, από τα 1821, όπως το ήθελε ο Κοραής, να κάμουν ανεξάρτητη την Ελλάδα. — δίχως πόλεμο! Οι μεγάλοι σηκωμοί, στην ιστορία, δε γίνουνται μ' όλο το κέφι. Τους αθρώπους έφκολα δεν τους αλλάζεις, αφτό, νομίζω, το είπε κι ο Χριστός, θα τόλεγε κι ο Πάβλος του κ. Σωτηριάδη, ειδεμή δε θάτανε Πάβλος.

Νομίζεις οι ερώντες πως θα πετούν 'στά νέφη και πως ποτέ δεν θάχουν για τίποτ' άλλο κέφι; ή μη κι' ο έρως θάναι καπνός, ατμός και σκόνη, και γυναικός κοιλία ποτέ δεν θα φουσκώνη; Και αν του Σωφρονίσκου ακούσης τον υιόν, που έν' ανακηρύττει του Σύμπαντος Θεόν, ασύλληπτον καθ' όλα και άυλον κι' αιώνιον κι' εις τούτον αποβλέπων ερρόφησε το κώνειον.

Διάβασε παρακάτω — — Όχι, να με συμπαθήσης κερά λεξίτσα μου, όχι· δεν μπορώ να διαβάσω. Εμείς ήρθαμε στο Ταξίμι να κάμουμε κέφι. Πήγαινε στους Πολίτες να σε διαβάσουν. Αυτοί ψοφούνε για ένα «ολίγου δειν». Αυτοί αν δεν πάρουνε μεζέ τους ένα «μεγάτολμο» δεν κάνουν όρεξη για φαεί.

Κάνει το κέφι του, μας αφίνει και μας στο ραχάτι μας. Μα δεν είναι δα και πολλοί που μας φεύγουν. Πόσοι φύγανε από το χωριό μας; το πολύ δύο τρεις· έγειναν αβοκάτοι, κ' έμειναν εκεί, ν' ακονίζουν τη γλώσσα τους. Ένας τους, που έγεινε γιατρός και γύρισε πίσω, μου τα είπε όλα· πως εκεί τα λόγια παίρνουν και δίνουν.

Ως πούρθαν στο κέφι οι Αρβανίτες και δε δείλιασαν να ειπούν τότε κι αυτοί τα τραγούδια τους, αδιάφορο αν μετρητοί από τους μαζωμένους περίγυρα τους καταλαβαίναν.

Κέφι που τώχεις, ευλογημένε! έλεγεν η κυρά Μαριώ, νανουρίζουσα ηρέμα το βρέφος της, — διότι είχε και βρέφος η ευλογημένη. — Κέφι που τώχεις! Δεν πέφτεις να πλαγιάσης, που είσαι κουρασμένος, μόνον κάθεσαι και. . . . Κτύπος δυνατός εις την εξώθυραν διέκοψε της Δημήτραινας την φράσιν και του Δημήτρη την μουσικήν. — Ποιος νάνε τέτοια ώρα! είπεν ούτος, αποθέτων το όργανον του και εγειρόμενος.

Χτες μ' έκλεψε και μ' έδειρε ένας αξιωματικός και πρέπει σήμερα να φαίνομαι, πως έχω κέφι, για ν' αρέσω σ' έναν καλόγερο. Ο Αγαθούλης δε ζήτησε περισσότερα· ωμολόγησε, πως ο Μαρτίνος είχε δίκιο. Καθήσανε στο τραπέζι με την Πακέττα και το θεατίνο· το δείπνο στάθηκε πολύ ευχάριστο και στο τέλος μιλήσανε με κάμποση εμπιστοσύνη.

Έτσι κάθε βράδυ, σα μαγείρευε κανένα ψαράκι μες στη βάρκα του και τραβούσε και την τσότρα του, έβαζε κέφι ο Στρατής με τον Στρατή, και ξαπλωμένος απάνω στο πρυμνιό σκαμνί ανάσκελα, κύτταζε τάστρα τουρανού κι' άρχιζε την κουβέντα με τον εαυτό του και με τις έγνοιες του. Περνούσανε οι ώρες χωρίς να τις καταλαβαίνη.

Κοντά στον νουν ήτανε, πως αφέντης σαν του λόγου σου πορεύεται αλά φράγκα, και κάθεται στο ξενοδοχείο. Τώρα που σας ηύραμε, δεν μπορεί να γείνη αλλοιώς. Και αποταθείς προς την μητέρα μου: Δεν είν' έτσι, σουλτάνα μου; είπε. Εμείς τα εσυμφωνήσαμε πλέον. Αυτός ο κιαφίρης ο Σεισουράδας δεν θα σε χαλάση πια το κέφι σου.