United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θαρρείς πως δεν είνε χίλιες βολές καλλίτερα στα όρη παρά στο χωριό; Αγρίμια μου λες εμένα; Είδες ποτέ σου αγρίμια; — Όι, δεν είδα. — Αι, καλλίτερα 'νε ταγρίμια από πολλούς ανθρώπους σαν τον Τερερέ, σαν ... Παρ' ολίγον να προσθέση «και σαν τον κύρη σου και τον αδερφό σου». — Ταγρίμια, εξηκολούθησε με πικρίαν, δεν παρανομιάζουνε τσ' ανθρώπους και δεν πειράζουν εκείνους που δεν τα πειράζουνε.

Κατέω κεγώ; Γιαυτό είπα με το νου μου... Δεν τέλειωσε τη φράση. — Δε μου λες, Γιώργο μου, ενεζήτας με στη χώρα; Με θυμούσουνε; — Μερονυχτού. — Εκάτεχά το, γιατί, τσι περισσότερες βολές που σε 'δα στόνειρό μου, σε θώρου δακρυσμένο. Εσύ με νειρεύτηκες κιαμιά βολά; — Πολλές βολές. Το πρόσωπό της πήρε μια παράξενη έκφραση; — Και με 'δες στον ύπνο σου ποθαμένη; — Μια βολά.

Δεν είνε καλλίτερος απού τον Ανεγνώστη; — Χίλιες χιλιάδες βολές, είπε με ζωηρότητα η Πηγή, της οποίας η καρδία είχεν αρχίσει να κτυπά ως κώδων εορτής. — Αι, μάθε πως τα συφωνήσαμε με τον αφέντη σου ... Σε λέω παιδί μου και θα γενής αληθινό παιδί μου ... Σάφινα 'γώ να σε πάρη ο Τερερές ο σακάτης; Ο άντρας απού θα πάρης θάνε νιος και γερός σαν εσένα και καλόγνωμος σαν και σένα.

Έναν καιρό θυμούνταν Βολές βολές 'στό σκάρο τους τα περασμένα χρόνια Κ' έλεγαν της Τζαβέλενας, του Μάρκου τα τραγούδια, Και τα κλαριά, ανετρίχιζαν, δακρύζαν αίμα οι βράχοι Πέρα και γύρου όπ' άκουγαν για τους παλιούς των φίλους.

Το σκοτάδι είχε αρχίσει να ξαπλώνη τα μαύρα του φτερά στη γη και στον συννεφιασμένον ουρανό, και οι γυναίκες με το νερό ανέβαιναν τον ανήφορο, βλέποντας όχι πλειο με τα μάτια, αλλά με τον νου, γιατί κάθε μια από τες γυναίκες εκείνες, που πήγαιναν η μια πίσω από την άλλη, σαν άλυσος, είχεν αναιβή και καταιβή χιλιάδες βολές εκείνον το στενόδρομο.

Έβαλ' ο Θεός το χέρι του. Γιατρικά και κινίνα, βάζε με το νου σου. Τρεις βολές το φέραμε μέσα. Και να μην έχης και το είνε σου, να μην έχης να κοιταχτής, αχ! κυρ γιατρέ, δε μολοϊώνται τα βάσανά μας...

Οι δασκάλοι του, που τον μάθαιναν γράμματα και βασιλικό φέρσιμο κι ανδρειότη, τον εσυνήθιζαν ταχτικά 'ςτα κυνήγια και τον έθρεφαν βολές βολές με καρδιές αρκουδιού και με πνεμμόνια από καπρί.

Τρεις τότες χύθηκε βολές ζητώντας ναν τον σφάξει, 445 και τρεις με τ' όπλο τη βαθιά κοπάνισε θολούρα· μα όταν και τέταρτη όρμησε λες σα στοιχιό οχ τον Άδη, τότε έμπηξε φριχτή φωνή και τούπε αφτά τα λόγια «Πάλε απ' το χάρο σώθηκες, σκυλί! Μιά τρίχα ακόμα και σ' έτρωγα. Σε γλύτωσε πάλε, σκυλί, ο Απόλλος, 450 π' όλο και θαν του κλαίγεσαι σαν έρχεσαι στη μάχη.

Ενώ δε απεμακρύνετο, εμονολόγει: «Δε θέλω να μου μιλής ... Διάολε, με το ζόρε αγάπη; Να πάρης τον Τερερέ να γενή το κέφι ταδερφού σου. Δε σε θέλω, τζάνε μου· πως το λένε; ... Έχει κιάλλες κοπελλιές το χωριό δέκα βολές καλλίτερες. Καλλίτερη 'σαι συ απού το ΜαρούλιΟύτω βαδίζων εξήλθεν από το χωριό, χωρίς να το καταλάβη.

Συρτός, ολόστρωτος και σιγαληνότατος χορός, παρόμοιος με πλεούμενην αρμάδα βαρκούλες, οπού οι ναύτες με τα κουπιά τρεις τες σπρώχνουν μπροστά και μια τες γυρίζουν πίσω. Μικρά ξυπόλυτα και ξεσκούφωτα παιδαρέλια, πηδώντας στη μέση τ' ανοιχτού χορού σύμφωνα με του τραγουδιού το σκοπό και την αρμονία, έτρεφαν βολές βολές με τα δαυλιά την πύρα του μασαλά. Πολύ λίγοι έκλεισαν εδώ μάτι τη νύχτα κείνη.