United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ο φιλόσοφος θαρρούσε πως ονειρεύεται... Και μέσα στόνειρό του καμάρωνε την παράξενη Πολιτεία, που ένας αμίλητος θεός την είχε πλάσει κάτω απ' το φως του φεγγαριού. Οι ευγενικοί ρυθμοί, τα ωραία κινήματα, οι πλαστικές ομορφάδες, έπλαθαν έτσι νέες μυστικές μελωδίες κ' έδεναν ασύγκριτα σε μια σιωπηλήν ορχήστρα τις πνευματικές αρμονίες της ζωής.

Παρ' τους έναν έναν, πες πια και τόνομά τους, δείξε στον Πέτρο πως μιλεί για όσα μήτε είδε στόνειρό του, δείξε στον Πάβλο πως είναι σοφιστής και με πονηριά παιδιακήσια, καμώνεται πως είπες εκείνα, που δε λες· μέτρησε τα λάθη του να χαμηλώση τη μύτη, βάλε μέσα προσωπικότητες και βρισιές. Έτσι χαίρουνται τουλάχιστο οι δασκάλοι. Αφτά μόνο γυρέβουν. Ακόμη δεν το κατάλαβες; Τι αθώος που είσαι!

Μωρέ Χουσεήνη, φωνάζει κάποιος δικός μας του ενός, που να τούβγαζες τάσπρο μαντίλι, μήτε στόνειρό σου δε θα τον έλεγες Τούρκο, μωρέ Χουσεήνη, τι 'ναι πάλε αυτά που ακούγω; Πήρες, λέει, την καλλίτερη μας μαζώχτρα, την Ασήμω, για τα δέντρα σου; Άιντε, χαλάλι σου. Κοίταξε μονάχα να μην την τουρκέψης, καημένε — — Στο διάβολο πια, κι αν τη τουρκέψη, λέει ένας άλλος.

Έλειπε ο καλός μου, που θα γυρίση ο δύστυχος και σαν παιδί θα με κράζη και δε θα με βρίσκη! Όχι, όχι· δε γίνεται. Όνειρο είνε. Και μέσα στόνειρο, άλλο ένα, που τανιστορώ κι αγριεύω σαν αυτή τη δύστροπη νύχτα. Καθούμουνα μονάχη στο παράθυρο.

Θωρείς εδά πως γλίγωρα θα δυναμώσης και θα βρης την υγειά σου και τα κάλλη σου, σαν και πρώτα; Η άρρωστη άκουε μένα αδύνατο καινιγματικό χαμόγελο, που η μάνα της το πήρε για χαρά. — Ναι, μάνα μου, είπε, έτσα θα γενή. Αλλά θαρρώ πως καλλίτερο θάτονε να γενή κειονέ που φάνηκε στόνειρο. — Πώς; — Να πετάξω και να μη γυρίσω. Είντα να κάνω σαυτό τον κόσμο; Δε λένε πως είνε καλλίτερος ο άλλος;

Άρχισα με το πρώτο πούχα γράψει: «Αγαπημένο μου Βαγγελιό, «Πρώτον έρχομαι, να ερωτήσω δια το αίσιον της υγείας σου. Αν ερωτάς και δι' εμέ, κλαίω, κλαίω, αφ' ότου έφυγα από το χωριό. Και ποιος να με παρηγορήση εδώ που είμαι ξένος στα ξένα; Κλαίω κιόλο τόνομά σου έχω στο νου μου και στο στόμα μου. Κοιμούμαι και θυμούμαι σου, ξυπνώ στο νου μου σέχω και στόνειρό μου σε θωρώ κιαγκαλιασμένη σέχω.

Ανέβηκα το χωριό τρέμοντας ολομόναχη μέσα στα σκοτεινά. . . Όνειρο μέσα στόνειρο πρέπει να είταν! Ως τόσο να τον ο δρόμος μας! Να την η θύρα μας! Μισοφέγγει ένα παράθυρο και το βλέπω το σπίτι μας. Το βλέπω, και να φωνάξω δε μπορώ να μου ανοίξουν .... Τουρτουρίζουν τα δόντια μου! Σύγκρυα με περέχυσε ο βλογημένος ο Κωσταντής!

Τώρα πήγαιναν μερικές γυναίκες και την έβλεπαν· μα κι αυτές σα μάθαιναν τείπε ο γιατρός, θάπαυαν και θάμενε ναποθάνη έρημη, σαν πανουκλιασμένη. — Θ' αποθάνη; μουρμούρισα πάλιν συλλογισμένος. — Είντα 'πες; ρώτησε η μάνα μου. — Πράμμα. Τη νύχτα κείνη είδα στόνειρό μου το Βαγγελιό.

Κι' απ' τη στιγμήν εκείνη ο Παύλος δε συλλογίστηκε τίποτε άλλο στον κόσμο, ούτε στον ύπνο του ακόμα, ούτε στόνειρό του, γιατί όλα τα ζήλευε η Παυλίνα, ακόμα και τα όνειρά του. Κ' εκείνη δεν ήτανε ακόμα ευχαριστημένη απ' τα χαρίσματά του και κάθε πρωί του ζητούσε καινούργιο χάρισμα και κάθε βράδυ καινούργιο.