United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έρριξε τα μάτια της στο πρόσωπο του πληγωμένου, είδε πόσο ήταν ωραίος, και συλλογίστηκε: «Σίγουρα, αν η αντρεία του είναι ίση με την ωμορφιά του, ο ιππότης μου θα πολεμήση καλά και γερά». Αλλά ο Τριστάνος ζωογονημένος από τη ζέστα του νερού και τα δυνατά αρώματα, την εκύτταζε και σκεπτόμενος ότι είχε κατακτήσει την Βασίλισσα με τα χρυσά μαλλιά, άρχισε να χαμογελάη.

Κι' απ' τη στιγμήν εκείνη ο Παύλος δε συλλογίστηκε τίποτε άλλο στον κόσμο, ούτε στον ύπνο του ακόμα, ούτε στόνειρό του, γιατί όλα τα ζήλευε η Παυλίνα, ακόμα και τα όνειρά του. Κ' εκείνη δεν ήτανε ακόμα ευχαριστημένη απ' τα χαρίσματά του και κάθε πρωί του ζητούσε καινούργιο χάρισμα και κάθε βράδυ καινούργιο.

Σ' αυτόν τον άνδρα, έτοιμο ν' αποδείξη ότι ελευθέρωσε τον τόπο από το κακό, και ότι η κόρη σας δεν πρέπει να παραδοθή σ' έναν τιποτένιο, δίνετε υπόσχεσι να του συγχωρήστε όλα τα παληά σφάλματα του, όσο μεγάλα κι' αν είναι, και να του δώστε την ειρήνη και την ευχαριστία σας;» Ο Βασιληάς συλλογίστηκε και δε βιαζότανε καθόλου ν' απαντήση.

Δεν του φαίνεται τόσο ζηλευτός. Και δε συλλογίστηκε ποτέ, πρόσθεσε η κόρη θυμωμένη, δε συλλογίστηκε πως ο κορμός είν' εκείνος που δένει τη ρίζα με τα φύλλα. — Να σου ειπώ την αλήθεια, Ελπίδα; είπε ο Δημητράκης αφωσιωμένος στο κέντημα· θλίψη και πόνος με πιάνει με το κέντημά σου. Η σκούρα κλωστή βασιλεύει ολούθε. Πού και πού φαίνεται τ' ασήμι και το χρυσάφι.

Έβγαλεν από την τσέπη του δύο τρεις, και του τις έδοσε. — Να λοιπόν που υπάρχει ο κόσμος έξω, συλλογίστηκε ρίχνοντας γλήγορες ματιές δω και κει στις εφημερίδες. Διάβασε στα θεάματα: — Θ έ α τ ρ ο ν Ο λ ύ μ π ι α· Φάουστ. — Κ ι ν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο ς

Μα σαν του εστάθη αδύνατο τι συλλογίστηκε να φέρη μπροστά στον Αχμέτ-αγά κεχαγιά δυο φανατικούς Τούρκους να πουν πως άκουσαν αυτοί με τ' αυτιά τους τες δυο τσιούπρες του κυρ Γοργόλη να λεν πως θέλουν να γίνουν Τούρκισσες. Ο Κεχαγιάς έστειλε ίσια να φέρουν τες τσιούπρες στο μιντζιλίσι.

Ναι, μα βλέπεις, δεν τονέ γνωρίζεις, Σβεν, του είπε η μαμά. — Μπορούσε όμως να είναι ευγενής, είπε ο Σβεν. — Μα τα παιδιά δεν πρέπει να μιλούνε στους ξένους, του παρατήρησε η μαμά. — Νόμιζα πως θα χαιρότανε νακούση πως δε θα φαίνουμαι πια σαν κορίτσι. Άμοιρο παιδάκι! συλλογίστηκε η μαμά, και θύμωσε πάλι μέσα της, όταν στοχάστηκε όλους τους σκυθρωπούς ανθρώπους, που σβήνουν τη χαρά των παιδιών.

Στάθηκε σε μιαν άκρη εκεί απάνω στο Νάρθηκα του Ναού, και τηρώντας γύρο την πεντάμορφη θέα, σαν όνειρο ακόμα το θάρρευε. Όνειρο, γιατί πονούσε η καρδιά του, αντίς να χαίρεται. Πονούσε για τόσα και τόσα, και το χερότερο, που α δεν ερχότανε στο χωριό, δε θάσκαγε η χολή της αρχόντισσας. Συλλογίστηκε ύστερα ταρφανό το κορίτσι και τον έπιασε θλίψη βαρειά και μεγάλη.

Βλέπετε που είχα κάμποσους λόγους να μην αρχίσουμε με μιας τα γλωσσολογικά. Όταν ο σοφός μας κι αξιότιμος Πρόεδρος με συλλογίστηκε και μ' έστειλε την πρόσκλησή σας, δεν είτανε μόνο μια τιμή ξεχωριστή να πέση τέτοιο κάλεσμα σε μένα· είταν και μια μεγάλη χαρά που σας χρωστούσα στη ζωή μου· έπρεπε να σας το δείξω. Καταλάβετε ποιος είταν ο κρυφός πόθος της καρδιάς μου.

Και συλλογίστηκε μες την τίμια και περήφανη καρδιά του πως δεν έστεκε ναδικήση παραπέρα το πλάσμα που του παραδόθηκε όλο για γυναίκα του, χωρίς νάν' αυτός ο αληθινός της άντρας.