United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανέπνεεν ελευθέρως εν τη λιπώδει ατμοσφαίρα της υπερτέρας αγιότητός των. «Η μ ε ί ς ο ί δ α μ ε ν, είχον ειπεί οι Φαρισαίοι, ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστιν». «Ει αμαρτωλός εστιν, απήντησεν ο άνθρωπος, ο υ κ ο ί δ α· έν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω». Τότε ήρχισαν πάλιν την κοπιώδη και ματαιόσχολον εξετασίν των. «Τι εποίησε σοι; πώς ήνοιξέ σου τους οφθαλμούςΑλλ' ο άνθρωπος τους είχε βαρυνθή πλέον. «Είπον ήδη ημίν, και ου προσέχετε.

ΑΡΙΕΛ. Δεν προφθαίνεις να πης άμε κ' έλα, να πνεύσης δύο φορές, και να φωνάξης ν α, ν α· και καθένας τους ακροπηδώντας είναι δω με χάρες και με νεύματα. Μ' αγαπάς, Κύριε; όχι. ΠΡΟΣΠ. Πολύ, αξιόλογε Άριελ μου. Μη σιμώσης πριν με ακούσης να σε κράξω. ΑΡΙΕΛ. Πολύ καλά σ' εννοώ. ΠΡΟΣΠ. Πρόσεξε να 'σαι αληθινός· χαλίνωσε κομμάτι το παιγνίδισμα· οι φοβερώτεροι όρκοι είν' άχυρα για φωτιά του αίματος.

Φ ο υ σ κ ο μ ά γ ο υ λ ο ς· οπού φουσκόνει τα μάγουλα Λ α σ π ά ς· οπού περπατάει στης λάσπαις· Ν ε ρ ο θ ρ ό ν α· οπού έχει το θρονί της στα νερά. Χ ο υ γ ι α τ ά ς· οπού χουγιάζει δυνατά. Β α λ τ ί σ ι ο ς· οπού κατοικάει στους βάλτους. Β λ η τ ρ ο ύ δ η ς· οπού έχει χρώμα Βλίτρου. Φ ω ν α ρ ά ς· οπού φωνάζει· Ν ο τ ι ά ρ η ς· οπού χαίρεται στη νοτιά. Λ α χ α ν ά ς· οπού έχει χρώμα λαχανί. Λ ι μ ν ι ό τ η ς· οπού κατοικάει στης λίμναις. Κ α λ α μ ι ό τ η ς· οπού κάθεται στα καλάμια. Ν ε ρ ο ρ ρ ο ύ φ η ς· οπού ρουφάει το νερό.

Είνε άξιον σημειώσεως ότι πάντες οι Ευαγγελισταί, περιγράφοντες τον θάνατον του Χριστού, δεν μεταχειρίζονται το ρήμα α π έ θ α ν ε ν, αλλ' ο μεν Ματθαίος λέγει, α φ ή κ ε τ ο π ν ε ύ μ α, ο δε Μάρκος και ο Λουκάς, ε ξ έ π ν ε υ σ ε, και ο Ιωάννης π α ρ έ δ ω κ ε τ ο π ν ε ύ μ α· ως θέλοντες να νοήσωσι μετά του Αγίου Αυγουστίνου ότι παρέδωκε την ζωήν Του, επειδή ηθέλησεν, ότε ηθέλησε, και όπως ηθέλησε».

Έβγαλεν από την τσέπη του δύο τρεις, και του τις έδοσε. — Να λοιπόν που υπάρχει ο κόσμος έξω, συλλογίστηκε ρίχνοντας γλήγορες ματιές δω και κει στις εφημερίδες. Διάβασε στα θεάματα: — Θ έ α τ ρ ο ν Ο λ ύ μ π ι α· Φάουστ. — Κ ι ν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο ς