United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πιε ντε ! πιε ναν το ξαραθυμίσης. — Και βέβαια θα πιω ! θα πιω ! γιατί όχι ; το παιδί μου παντρεύω σήμερα· το παιδί μου ! — Παιδί σου κι άλλη μια βολά. — Μη με σκας, γυναίκα ! μη με σκας και θα στο φωνάξω. Μα τον ύψιστο θα στο φωνάξω . . . — Τι θα φωνάξης ; — Τι ; να, ξέρω γω γιατ' είσαι θυμωμένη. — Γιατί ; — Ζηλεύεις τη νύφη απόψε· να γιατί! — Να χαθής, σκατζόχερα.

Ο Δεσμοφύλακας μου είπε, πως το μεσημέρι στο Στάδιο, ο Καίσαρας θα δώση εορτή μεγάλη, των Γότθων θέλοντας τους πρέσβεις να τιμήση. Το χέρι του γίγαντα βανδάλου θα τινάξη πάλι δεξιά κι' αριστερά σαν άμμο τους αγωνιστάς. Πρώτος από τους παλαιστάς, συ, Νέστωρ, θα εμφανιστής στο στίβο. «Είμαι» θα φωνάξης, «Χριστιανός και δεν το κρύβω από κανένα.

Να σου πω, έτσι νάχωμε καλά Χριστούγεννα, είπον οι ποιμένες, μπορεί νάναι αλήθεια. Αυτό το καράβι για να νομίζη πως εδώ είνε η χώρα για να δώση ς' το παιδί ένα τάλλαρο ολάκερο, κάτι τρέχει. — Θεια Μυγδαλίτσα! εφώνησεν ο παις προς την ταχέως φεύγουσαν γραίαν, υψών την φωνήν του, διά να ακουσθή. Σαν είνε αλήθεια, να με φωνάξης να τραγουδήσω τα Χριστούγεννα.

Η κόρη σου είναι εδώ κοντά. Θα τη φωνάξω.. . Άφισέ με να φωνάξω . .. Όχι. Δε θα τη φωνάξης. Δε θέλω. Όλα είναι μάταια. Εγώ πεθαίνω ευχαριστημένος. Αχ! Αυτό το γέλιο! Άφισέ με νακούσω! Πνίγομαι γιατρέ, πνίγομαι . .. Μα όχι! δεν μπορώ να σ' αφίσω έτσι. Άφισέ με. Δεν μπορώ να σ' αφίσω έτσι με σταυρωμένα τα χέρια . . . Θα φωνάξω την κόρη σου. Άφισέ με νακούσω. Αχ! αυτή η μουσική τι καλό που μου κάνει.

ΦΙΛΟΣ. Και εγώ ακριβώς δεν γνωρίζω τα ονόματά των, διότι ποτέ δεν τους συνανεστράφην αλλ' από την πεονεξίαν την οποίαν έχουν υποθέτω ότι αν τους φωνάξης Κτήσωνας ή Κτησίππους, ή Κτησικλέας, Ευκτήμονας ή Πολυκτήτους, θα επιτύχης. ΕΡΜ. Πολύ καλά. Αλλά ποίοι είνε εκείνοι και τι στέκονται και παρατηρούν; Τώρα έρχονται προς τα εδώ και φαίνονται ως να θέλουν να μας ερωτήσουν κάτι.

Σου το λέγω αυτό, να μην τύχη και φωνάξης και πης, «ορίστε που βρίσκεται παρηγοριά και στην ΠόληΤο θησαυρό τον κρατάει ο Στόικος βαθιά στην καρδιά του. Δεν τονε μαγερεύει σαν το σαλέπι του να τον πουληση κάθε πρωί στους Πολίτες.

Ξέρεις τι να κάμης; . . . Θα πάω απ' τον απάνω δρόμο, για να γλυτώσω, να μη με ιδούν, τα σκυλιά . . . Και συ, αυτήν τη στιγμή, να τρέξης στο σπίτι . . . να καμωθής πως δεν τους βλέπεις, τους ταχτικούς . . . και να φωνάξης της Αμέρσας αποκάτ' απ' το δρόμο' «Αμέρσα, είνε απάνω η μάνα;» . . .

Γιάννη! η γυναίκα σου έχει τους πόνους! Είναι άσκημα. — Έχει τους πόνους! . . . ανέκραξεν εν άκρα απορία ο άνθρωπος. Τι λες, χριστιανή μου; — Έχει κι' άλλο παιδί στην κοιλιά της! εσχυρίσθη με τόλμην η Φραγκογιαννού. — Άλλο παιδί στην κοιλιά της! — Ναι, αυτό που σου λέω. Μόνο τρέχα στο χωριό, να φωνάξης τη μαμμή! . . . να πης και του γιατρού ναρθή! Ο Λυρίγκος εστάθη.

Δεν είχεν έρθει 'δω η Αμέρσα; Μου φάνηκε πως άκουσα τη φωνή της μέσ' τον ύπνο μου, είπεν η λεχώνα. — Ας πάη να την φωνάξη, είπεν η γραία, νεύουσα με τον κανθόν του όμματος προς τον γαμβρόν της. — Κωσταντή, πας να φωνάξης την Αμέρσα; είπεν η λεχώ προς τον σύζυγόν της. — Πάω. Ακούς, λέει! . . . Ωχ! κρίμα, ζάβαλε! Καλά που το βαφτίσαμε κι' όλας.

Τέτοιαν ώρα να σου ανοίξω εγώ πόρτα; Μην τα έχεις χαμένα; — Θα μου ανοίξης, είπεν ισχυρογνωμόνως ο ψευδής Μάχτος. — Εγώ; Μην είσαι τρελλός; Και πού θα πας; — Φέρε τα κλειδιά, γέρο, και μη μου κάνης το δύσκολο. — Εγώ κλειδιά; Τέτοιαν ώραν μεσάνυκτα! — Εχάθης, σ' εσκότωσα, δος μου τα κλειδιά γρήγορα. Αν φωνάξης, σε πνίγω.