United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια εσήκωσε τους ώμους της κ' εζάρωσε τα χείλια με φανερή δυσπιστία, άλλη κάτι εμουρμούρισε και άλλη πάλι εστεκώτανε μπροστά του με σταυρωμένα χέρια σαν νάλεγε — «δεν το κουνώ από δω, α δε λάβω τον παρά μουΕίδε αυτά όλα ο ναύτης και υποσχέθηκε να πουλήση ό,τι κι' αν είχε να της ξεπλερώση, να ελαφρωθή από το βάρος.

Αν θέλη να πουλήση λουκάνικα, μάλιστα· με την ευχή μου· λουκάνικα, κορίτσι μου, τρώγει ο κόσμος σήμερα, δεν τρώγει χαρτιά· αν έτρωγε χαρτιά, θα ετύλιγε τα βιβλία με τα λουκάνικα. Δυστυχώς, βλέπεις, συμβαίνει το εναντίον. Λοιπόν ετελείωσε· θα πάρης εκείνον, που βγάζει πράγμα, που τυλίγεται, και όχι εκείνον, που βγάζει πράγμα, που τυλίγει!. . .

Σου το λέγω αυτό, να μην τύχη και φωνάξης και πης, «ορίστε που βρίσκεται παρηγοριά και στην ΠόληΤο θησαυρό τον κρατάει ο Στόικος βαθιά στην καρδιά του. Δεν τονε μαγερεύει σαν το σαλέπι του να τον πουληση κάθε πρωί στους Πολίτες.

Η γρηά είχε καλά μαντέψει, πως ήταν ένας κορδελιέρος με τα φαρδομάνικα, πούκλεψε τα χρήματα και τα κοσμήματα της Κυνεγόνδης στην πόλη Βαλδαγιός, όταν φεύγανε βιαστικά με τον Αγαθούλη. Αυτός ο καλόγερος θέλησε να πουλήση μερικά πετράδια σ' έναν έμπορο. Ο έμπορος ταναγνώρισε, πως ήτανε του μεγάλου Ιεροξεταστή.

Μίαν εσπέραν κατώρθωσε να ομιλήση καθ' οδόν με την Πηγήν, επιστρέφουσαν από την βρύσιν. — Δεν είνε ζωή τουτηνέ, της είπε. θα πλέκη ακόμη πολύν καιρόν αφέντης σου; Είντα τα θέλει τοσανά κοφινοκάλαθα; — Θέλει να πάη στη Μεσαρά να τα πουλήση. — Τότε ζήσε, Μάη μου ... Έπειτα μετά στιγμιαίαν σκέψιν: — Για να σου 'πώ, Πηγιό, της είπεν. Έρχεσαι να φύγωμε ... .να σε κλέψω; — Και πού θα πάμε;

Εις αυτά τα λόγια, που η Ρεστίνα τα ήκουσε με ανυπομονησίαν, αντίκοψε τον Καπετάνιον· τι μου μιλείς εσύ; ήθελα να ηξεύρω, εφώναξεν αυτή· εγώ δεν εστάθηκα ποτέ σκλάβα, είμαι ελεύθερη, και δεν είνε κανείς που να έχη εξουσίαν διά να με πουλήση.

Και αντίς την πρώτη ταραχή Οπού μας φέρει στην αρχή, Τελιόνει κάθε θιάμα, Συνηθισμένο πράμμα. ΜΥΘΟΣ ις'. Τρία ζώα ανταμομένα Σ' έναν Γάιδαρο βαλμένα Κάπιος είχε ξεκινήση Σε μια χώρα να πουλήση. Στη ζερβιά από το σαμάρι Ενα ήμερο Κριάρι, Και μια Αρνάδα από τη δέξια Φορτομένα είχ' επιδέξια Αποπάνω και στη μέση Δίπλα πάλι είχ' αποθέσει. Γουρουνόπουλο θρεμμένο, Μ' αλαφρό σκοινί δεμένο.

Δεν είχεν όμως δικά του χτήματα κ' έπεσε στα πόδια της γυναίκας του, που είχε μερικά πράμματα, με παρακάλια να πουλήση κανένα να τονε γλυτώση. Θηρίο έγειν' εκείνη, σαν τ' άκουσε και αφού τον εξέβρισε φοβερά, του είπε να φύγη, γιατί δεν τον ήθελε πλιο σπίτι της. Το χτύπημα ήταν πολύ βαρύ. Επήγε να σαλέψη ο νους του ναύτη, γιατί ήταν ένας χαραχτήρας, που ό,τι είχε, τόκρυβε μέσα του.

Ο γέρο-Σταμάτης, αν δεν ηπατήθη, ή δεν ήθελε να «πουλήση δούλεψιν», είχεν ακούσει, εις το πέρασμά του, σχέδια και μηχανορραφίας μελετωμένας μεταξύ των νέων αυτών, εξ ων εύρε πέντε ή έξ συνηθροισμένους εις την δροσεράν κοιλάδα την ημέραν εκείνην.

Και δεν απέρασε πολύς καιρός που έφθειρεν όλην του την περιουσίαν· έπειτα εστάθη στενεμμένος από την αφροσύνην του να πουλήση τα παλάτια του και τους σκλάβους του, και από ολίγον κατ' ολίγον ήλθεν εις μεγάλην δυστυχίαν, η οποία επροξένησε μεγάλην ευχαρίστησιν προς τους εχθρούς του.