United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' εκείνοι, αφού εσηκώθηκαν, κάνουνε θυσία στο Διόνυσο κριάρι χρονιάρικο· κι αφού ανάψανε μεγάλη φωτιά, ετοίμαζαν το φαΐ. Ενώ λοιπόν η Νάπη εζύμωνε κι ο Δρύαντας έψηνε το κριάρι, βρίσκοντας ευκαιρία ο Δάφνης κ' η Χλόη, βγήκαν έξω από τη στάνη εκεί όπου ήταν ο κισσός· κι αφού έστησαν πάλι δίχτυα και ξόβεργα, έπιασαν όχι λίγα πουλιά.

Μόνον αρκεί να βάλετε κάτι τι που να τρώγεται, που να μασιέται εύκολα, για να ξεφαντώση όλο το ασκέρι, που καλώς ανταμωθήκαμε εδώ, καλή μας ώρα, όταν θα γίνουμε φίλοι μετά τας εκλογάς. Εσύ, κουμπάρε Γιάννη, δεν έχεις, θαρρώ, δύο προβατίναις κ' ένα κριάρι; — Τα θυσιάζω! ανέκραξεν ο Γιάννης της Χρυσάφους. Για το χατήρι σου, κουμπάρε, κουρμπάνι γίνομαι.

ΜΕΝΑΛΚΑΣ Θέλεις να δοκιμάσωμε και να στοιχηματίσης; ΔΑΦΝΙΣ Θέλω να δοκιμάσωμε και να στοιχηματίσω. ΜΕΝΑΛΚΑΣ Τι στοίχημα να βάλωμε καλό και για τους δυο μας; ΔΑΦΝΙΣ Ένα μοσχάρι βάζω εγώ· εσύ τρανό κριάρι. ΜΕΝΑΛΚΑΣ Δε βάζω το κριάρι εγώ, τ' έχω κακό πατέρα κ' είνε κ' η μάννα μου κακιά, κι όταν γυρνώ το βράδυ μου τα μετρούν τα πρόβατα και τα ξαναμετρούνε.

Κ ρ ι ά ρ ι, Α ρ ν ά δ α, Γ ο υ ρ ο ύ ν ι και Γ ά ι δ α ρ ο ς. Τρία ζώα ανταμομένα Σ' έναν Γάιδαρο βαλμένα Κάπιος είχε ξεκινήση Σε μια χώμα να πουλήση. Στη ζερβιά από το σαμάρι 1075 Ένα ήμερο Κριάρι, Και μια Αρνάδα από τη δέξια Φορτομένα είχ' επιδέξια. Αποπάνω και στη μέση Δίπλα πάλι είχε αποθέσει 1080 Γουρουνόπουλο θρεμμένο, Μ' αλαφρό σκοινί δεμένο.

— Κ' εγώ, για την αγάπην σου, κυρ-Λάμπρο! εφώνησεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος. — Δεν είνε ανάγκη να θυσιάσης της προβατίναις, κουμπάρε Γιάννη, το κριάρι, μας αρκεί. — Βάζω το κριάρι, είπεν ο Γιάννης. — Κ' εγώ βάζω τέσσαρα ζευγάρια κόττες που έχω, είπεν ο Κωνσταντής.

Και ως φθάσαμε κατάγιαλα προς το γοργό καράβι, δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι, 570το πλοίον ήλθε κ' έδεσεν η Κίρκη ένα κριάρι και προβατίνα ολόμαυρη, κ' εύκολ' απ' έμπροσθέν μας εδιάβηκεν αγνώριστη• ποιος δύναται να βλέπη θεάν, αν εις τον δρόμο του να φαίνεται δεν θέλει; Ραψωδία Λ

Έτσι ναι μιάζει, ακούρεφτο σαν κριάρι που διαβαίνει κοπάδι λες αρίφνητο απ' άσπρες προβατίνεςΤότες τ' απάντησε η Λενιό, του Δία η θυγατέρα «Αφτόν τον λεν πολύξερο Δυσσέα του Λαέρτη. 200 Στο Θιάκι, ένα πετρόνησο, γεννήθηκε, και ξέρει θες πονηριές κάθε λογής θες δύσκολες σοφίεςΓυρνάει τότε ο Αντήνορας και της Λενιός της κάνει «Ναι, κόρη μου, πολύ σωστά το λόγο αφτό τον είπες.

Κι όταν πια αργά ο Δάφνης ένοιωσε τι ήθελεν ο Γνάθωνας, τούλεγεν ότι φυσικό είναι να καβαλικεύουν οι τράγοι τις γίδες· μα κανένας ποτέ δεν είδε τράγο να καβαλικεύη τράγο, μήτε κριάρι αντί προβατίνες κριάρι, μήτε κόκκορα αντί για όρνιθες κόκκορα.