United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλ' αυτά τα ήξευρ' από πρώτα. Αλλά διά τον γάμον μας ειπέ μου, τι σου είπε. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Η κεφαλή μου πώς πονεί! Φοβούμαι να μη σπάση. Ωχ! πώς πονεί κ' η ράχη μου! η ράχη μου — η ράχη! Μ' επρόκοψες που μ' έστειλες να τρέχω τόσον δρόμον, κ' επάνω κάτω να γυρνώ, του θανατά να γείνω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πολύ λυπούμαι να πονής, καλή μου παραμάνα· καλή, — καλή μου, λέγε μου, τι είπεν ο Ρωμαίος;

Μα κι' εγώ, κυρ Πυθαγόρα, την γυρεύω κάθε ώρα και γι' αυτήν γυρνώ με δίσκο, μα του κάκου... δεν την 'βρίσκω. Πού βρίσκεται, πού κάθεται, γιατί να μην ειξεύρω; κι' αν της σοφίας κάποτε ταπόκρυφα σπουδάζω δεν προσπαθώ με την σπουδήν το βέβαιον να εύρω... την ώρα θέλω να περνώ και να διασκεδάζω.

ΜΕΝΑΛΚΑΣ Θέλεις να δοκιμάσωμε και να στοιχηματίσης; ΔΑΦΝΙΣ Θέλω να δοκιμάσωμε και να στοιχηματίσω. ΜΕΝΑΛΚΑΣ Τι στοίχημα να βάλωμε καλό και για τους δυο μας; ΔΑΦΝΙΣ Ένα μοσχάρι βάζω εγώ· εσύ τρανό κριάρι. ΜΕΝΑΛΚΑΣ Δε βάζω το κριάρι εγώ, τ' έχω κακό πατέρα κ' είνε κ' η μάννα μου κακιά, κι όταν γυρνώ το βράδυ μου τα μετρούν τα πρόβατα και τα ξαναμετρούνε.

Τότε απαντάει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους «Ω γέρο, του Νηλέα γιε, των Αχαιών καμάρι, τον Αγαμέμνο εδώ θωράς, π' απ' όλους πέρα ως πέρα πιότερο ο Δίας μ' έψησε και θα με ψήσει ακόμα, όσο μου μένει ανασασμός και στέκουμαι στα πόδια. 90 Γυρνώ έτσι, τι στα μάτια μου γλυκός δεν κάθεται ύπνος, που ο πόλεμος μ' ανησυχεί και του στρατού τα πάθια.

ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Κύττα το παλληκάρι αυτό που είν' ανεβασμένο στο άλογο το φτερωτό• και κόβει τη ζωή της Χίμαιρας της τρίσωμης, πούχε φωτιά γι' αναπνοή. Το μάτι μου γυρνώ όπου κι' αν τύχη• κύτταξε και τη μάχη των Γιγάντων ζωγραφιστή στα πέτρινα τα τείχη. ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Ω φιλενάδες, κι' από δω κυττάτε!

Εγώ υπώπτευσα που ήθελε να καταλήξη με την ερώτησίν του, εκεί όπου και πράγματι κατέληξε, και εζητούσα κάποιαν απηλπισμένην διέξοδον και καθώς ψάρι πιασμένο στα δίκτυα ήρχισα να τα γυρνώ για να ξεφύγω. — Όχι δεν έχω, του απήντησα λοιπόν, Διονυσόδωρε. — Αλήθεια; φαίνεται λοιπόν πως είσαι πολύ κακομοιριασμένος άνθρωπος και ούτε καν Αθηναίος, αφού δεν έχεις ούτε πατρώους θεούς ούτε δικάς σου θυσίας ούτε κανένα καλόν και ωραίον πράγμα.

Πού θα μ' αφήσης έρημη; Ούτε αδέρφια έχεις, ούτε κύρη να με περιμαζώξουνε κι' εγώ, σαν σε τελειώσουν, στην γης όταν κοκκαλωμένο σε ξαπλώσουν, η αρχοντογυναίκα 'γώ ζητειάνα θα γυρνώ και θα κρυώνω και θα πεινώ, πόρτα με πόρτα διακονεύοντας, 'πάνω στου δρόμου τα λιθόστρωτα τα γόνατά μου γδέρνοντας, 'γώ που σε στρώμα πουπουλένιο είχα το κορμί μου να ξαπλώνη, όπως ξέρεις, μαθημένο.

Πάλι 'στο σπήτι μου γυρνώ, ζεσταίνομαι, κρυόνω, και πάλι με χασμήματα 'στο στρώμα μου 'ξαπλόνω, κι' αρχίζω το ρουχαλητό .. . Ω! η ζωή κατάντησε μαρτύριο για 'μένα, έγινα Χάμλετ, όλα πια τα 'βρίσκω σιχαμένα, και μόνο θάνατον ζητώ.