United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κέρδισε τότες ο Αυρηλιανός· και τόσο του βαριοφάνηκε, λένε, του Τύφου, που για να ξεσκάση κατασκεύασε είδος μικρή λίμνη με ψεύτικα νησάκια, μέσα και με ζεστά νερά γεμισμένη. Κι απάνω και γύρω στα νησάκια εκείνα ο Τύφος κ' οι φίλοι του, καθώς κ' οι φιλενάδες, περνούσαν ακόλαστες ώρες.

Έτζι ήταν καμωμένη η Σμαραγδούλα· δεν έμοιαζε με καμμιά από της φιλενάδες της· εκείνα τα χωρατά, εκείνα τα κρυφομιλήματα, ή ν' ανταμώνεται σε κανένα σπίτι με κανένα κοπελλιάρη για να τα πούνε, καθώς έκαναν άλλες, η περισσότερες, δεν της άρεσαν, δεν τάθελε· θαρρείς πως ήταν γυναίκα άλλου κύκλου και δεν εννοούσε να την πειράζουνε, να την ενοχλούνε μ' ερωτοτροπίες πρόστυχες και χωρίς την άδειά της.

Για σένα δεν εγράφτηκε, κυρά, στην αγκαλιά σου να ιδής παιδί, ούτε ποτέ στο στήθος σου να γύρη. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ! θα πεθάνω, αλλοίμονο! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κόρη μου! ΚΡΕΟΥΣΑ Φιλενάδες! Τι συφορές που η δύστυχη επήρα στη ζωή μου! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Παιδί μου, εχαθήκαμε! ΚΡΕΟΥΣΑ Αλλοί! αλλοίμονο μου! Ποιά λύπη τώρα φοβερή τρυπάει τα σωθικά μου! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Όχι ακόμα στεναγμός, — ΚΡΕΟΥΣΑ Μα η συφορά έχει φθάση.

Πώς, φιλενάδες, στην κυρά μας τούτο δεν θα το ειπούμε με τρανή φωνή, πούχε στον άνδρα όλες της ελπίδες, μα κ' έχει τόσο δύστυχη γενή; Τώρα εκείνη λυώνει από τη συφορά και η χαρά για κείνον θανατείλη. έπεσε εκείνη στα λευκά γεράματα, κι αυτόν θα τον περιφρονούν οι φίλοι.

Και θα μου πης τέλος πάντων τι φιλενάδες είνε αυταίς, και ποίου είδους υπόσχεσιν ταις είχες δώσει; — Παραιτείσαι από την άλλη απαίτησί σου; — Ποιάν άλλη; — Διά να με αντιπροσωπεύσης; — Ω, αυτό το είπα χωρατά, είπεν ο Σκούντας. — Να, διάβολε, τι είνε, είπεν ο Τρανταχτής. Αυτό είνε όλο όλο. Και εκβαλών εκ του θυλακίου του κλείδα νεωστί κατασκευασμένην την έδειξε προς τον ομιλητήν του.

Ο Σβάντε γυρνούσε γύρω μόνος και σιωπηλός, πήγαινε με τη βάρκα στο αντικρυνό ακρογιάλι και διηγότανε στις μικρές φιλενάδες του εκεί πως ο μικρός αδερφός είτανε βαριά άρρωστος και πως στο σπίτι βασίλευε ησυχία. Αναγκαστήκαμε να πάρουμε μια νοσοκόμα, για να μπορή η γυναίκα μου ναναπαύεται τη νύχτα. Αυτό δεν έγινε χωρίς μεγάλη αντίσταση από μέρος της Έλσας.

Ψυχή μου, αυτό είνε μεγάλο δυστύχημα, παρετήρησεν ο Σκούντας. — Τω όντι, είπεν ο Τρανταχτής. Και πρώτη φορά μου συμβαίνει. — Τι κρίμα, είπεν ειρωνικώς ο Σκούντας. — Και δεν ξεύρεις πόσο κακό είνε να γελάση κανείς δικούς του ανθρώπους. — Φίλοι σου λοιπόν είνε αυτοί που θα γελάσης; — Είνε κάτι περισσότερο, είνε φιλενάδες μου. — Φιλενάδες σου! μεγάλο θαύμα! — Βέβαια. Δι' αυτό είμαι λυπημένος

ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Κύττα το παλληκάρι αυτό που είν' ανεβασμένο στο άλογο το φτερωτό• και κόβει τη ζωή της Χίμαιρας της τρίσωμης, πούχε φωτιά γι' αναπνοή. Το μάτι μου γυρνώ όπου κι' αν τύχη• κύτταξε και τη μάχη των Γιγάντων ζωγραφιστή στα πέτρινα τα τείχη. ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Ω φιλενάδες, κι' από δω κυττάτε!

Εσκέφθηκε με τη σειρά όλες τις φιλενάδες της, και σε κάθε μία εύρισκε ένα ελάττωμα· δεν εύρισκε καμμιά στην οποία να μπορούσε να τον παραχωρήση.

Εγώ δε είχα μόνον εσένα, όπως η Σαπφώ τον Φάωνα, και δεν είχα μάτια για άλλον, ούτε άνοιγα την πόρτα μου εις άλλον παρά σε σένα• διότι ενόμιζα η ανόητη ότι οι όρκοι σου ήσαν αληθινοί και για σένα ήμουν φρόνιμη, ως η Πηνελόπη, και δεν έδιδα προσοχή εις την μητέρα που θύμωνε και με κατηγορούσε στις φιλενάδες μου.