Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Αυτό δα ήτανε και το παράπονο της μακαρίτισσας... — Καλά, παιδί μου, — της έκοψε την κουβέντα ο αστυνόμοςαυτά δεν μας ενδιαφέρουνε. Για πες μου τώρα! Απ' τον καιρό, που πέθανε η μακαρίτισσα, είχε δείξει καμμιά διαφορά ο αφέντης σου; Θέλω να πω, φαινότανε λυπημένος έκλαιγε, είπε τίποτα σημαδιακά λόγια; Η κοπέλλα αναστέναξε, χαμογελώντας μαζί. — Θεός σχωρέσ' τονε!

Ο Έφις όμως ήταν λυπημένος και μόλις μείνανε μόνοι έβαλε τις φωνές στο σύντροφό του για τη δολιότητά του και το κακό παράδειγμα. «Μιλάς όπως μιλούσε η μητέρα μου», είπε ο τυφλός, και αποκοιμήθηκε κάτω από τη βροχή. Στο πανηγύρι του Αγίου Πνεύματος υπήρχε λίγος κόσμος αλλά εκλεκτός. Ήταν τσέλιγκες με τις χοντρές γυναίκες τους και τα όμορφα, σβέλτα κορίτσια τους.

Βασιλοπούλαι ήσαν παντού· άλλο τίποτε! αλλά κάτι τον έδιδε πάντοτε την υποψίαν, ότι δεν ήσαν καθ' εαυτό και αληθιναί βασιλοπούλαι. Επέστρεψε λοιπόν εις του πατρός του άπρακτος και λυπημένος, διότι είχε μεγάλην επιθυμίαν να εύρη μίαν αληθινήν βασιλοπούλαν. Μίαν νύκτα ήτο τρικυμία φοβερά και τρομερά. Αστραπαί, βρονταί, βροχή, χάλαζα, χαλασμός κόσμου!

Μου εφάνη πως δεν έκαμα Χριστούγεννα εκείνο το έτος. Ήμουν όλην την ημέραν κατηφής και λυπημένος. — Ακούς εκεί; Με τον ήλιον να σημάνουν αι εκκλησίαι; ημέρα πλέον; Κατά το έθος, εκοιμήθην ενωρίς, την παραμονήν, και περί την δευτέραν ώραν, μετά τα μεσάνυκτα, εγερθείς, ανέμενα ν' ακούσω τον κώδωνα του γειτονικού μου ναού των Ταξιαρχών εις τους Αέρηδεςένα γλυκύτατον, αργυρόηχον κώδωνα.

Αλήθεια κρίμα! είπαν κ' οι άλλοι. — Μα θαρρώ, αφεντικό, τη Δόξα την έκαναν πάντα με φτερά οι παλιοί μας· είπε θαρρετά ο Κουτρουμπής, λυπημένος για την απάτη του. — Με φτερά ναι· είπε ο Αριστόδημος παίρνοντας θέση διδάχου· μα ο παππούς μου της τάκοψε για να την αναγκάση να μείνη πάντα μαζί μας. — Και το κατάφερε ; — Η ιστορία λέει όχι· μα εγώ δεν το πιστεύω.

Ο Αγαθούλης σχεδόν προσκυνώντας τον αναφώνησε! — Ο διδάσκαλος Παγγλώσσης τώπε πολύ σωστά πως όλα είναι άριστα σ' αυτό τον κόσμο, γιατί είμαι άπειρα πιο συγκινημένος, με τη δική σας υπέρτατη γενναιότητα παρά λυπημένος με τη σκληρότητα αυτού του κυρίου με το μαύρο μανδύα και της κυρίας γυναίκας του.

Ας πάνετην ευχή του Χριστού! . . . Αυτήν την ώραν εκλείοντο πάντοτε αι δύο των εις το βαθύ εκείνο και σκοτεινόν υπόγειον, ο κυρ-Μιχάλης και ο Καπετάνιος . . . — ανελογίζετο τα παρελθόντα λυπημένος ολίγον ο κυρ Μιχάλης, ενδυόμενος πλέον να μεταβή εις την εκκλησίαν της ενορίας του ύστερον από τόσα χρόνια.

Ψυχή μου, αυτό είνε μεγάλο δυστύχημα, παρετήρησεν ο Σκούντας. — Τω όντι, είπεν ο Τρανταχτής. Και πρώτη φορά μου συμβαίνει. — Τι κρίμα, είπεν ειρωνικώς ο Σκούντας. — Και δεν ξεύρεις πόσο κακό είνε να γελάση κανείς δικούς του ανθρώπους. — Φίλοι σου λοιπόν είνε αυτοί που θα γελάσης; — Είνε κάτι περισσότερο, είνε φιλενάδες μου. — Φιλενάδες σου! μεγάλο θαύμα! — Βέβαια. Δι' αυτό είμαι λυπημένος

Η κόρη εγέλασε μεν μηχανικώς μετ' εμού, αλλά εκ των κανθών αυτής έλαμψαν δύο μεγάλα δάκρυα! — Ω, είπον τότε λυπημένος, ζητώ συγγνώμην! Εθύμωσες μαζί μου! — Εγώ; εφώνησεν ευθύμως τότε. Τι ιδέα! Και εξέπεμψε μίαν σειράν των αργυροήχων εκείνων και θελκτικών τόνων, ους ο Θεός εχάρισεν αυτή αντί γέλωτος. — Εθύμωσα μαζί του! Τι ιδέα! — Και εγέλασεν εκ νέου.

Μα είνε λυπημένος, επανέλαβε, γιατί κατηργήθη, λέει, η νυκτερινή ακολουθία των Χριστουγέννων. — Και δεν μ' ερωτάς εμένα, βρε άλλε , να σου πω; είπε στραφείς προς εμέ. Η εκκλησία, επήρε και αυτή τον κατήφορο της μόδας. Πάει πλέον. Έγεινε και αυτή καπέλλο. Την έκαμαν δηλαδή. Δεν ακούς οπού σήμερα, χρονιάρα μέρα, θέλανε να κάμουνε μνημόσυνο στο Νεκροταφείον;

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν