United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τούτοις η ευψυχία των υπερασπιστών του Αρκαδίου διετηρείτο ακμαία και η νυξ τους εύρεν ακλονήτους εις την απόφασιν αυτών να επιμείνωσιν εις την αντίστασιν μέχρι θανάτου. Ο δεκάωρος βομβαρδισμός, η άπαυστος καθ' όλην την ημέραν χάλαζα των σφαιρών, ο βαρβαρικός αλλαλαγμός των εφορμώντων εχθρών ουδ' αυτάς τας γυναίκας είχον εκπτοήσει. Ουδεμία φωνή ολιγοψυχίας ηκούσθη.

Βασιλοπούλαι ήσαν παντού· άλλο τίποτε! αλλά κάτι τον έδιδε πάντοτε την υποψίαν, ότι δεν ήσαν καθ' εαυτό και αληθιναί βασιλοπούλαι. Επέστρεψε λοιπόν εις του πατρός του άπρακτος και λυπημένος, διότι είχε μεγάλην επιθυμίαν να εύρη μίαν αληθινήν βασιλοπούλαν. Μίαν νύκτα ήτο τρικυμία φοβερά και τρομερά. Αστραπαί, βρονταί, βροχή, χάλαζα, χαλασμός κόσμου!

Αστραπή διαδέχεται την αστραπήν, βροντή την βροντήν και πριν προφθάση να εγερθή της θέσεώς της, χάλαζα παχεία μετά σφοδρού ανέμου αποκρύπτουν τα πέριξ από τους οφθαλμούς της.

Ο Παλούκας την στιγμήν εκείνην εδίσταζε, και είχεν αποφασίσει να αποσυρθή αφού είχε κάμει αρκετήν λείαν, όση θα ήρκει διά να μεθύση την ημέραν των Χριστουγέννων, ως και την ημέραν των Επιλοχιών και την του Αγίου Στεφάνου ακόμη. Ενώ δε ήτο έτοιμος να φύγη και πάλιν έμεινεν, επήλθεν η πρώτη πυκνή χάλαζα των λίθων. — Να μια ζυγιά! εφώναξε φιλέκδικος ο Στάμος.

Αλλά και η ταχεία αστραπή και η κρατούσα βροντή και η βροχή, η χιών και η χάλαζα, η οποία πίπτει με τόσην ορμήν, δεν μου εφαίνοντο ολιγώτερον προβληματικά και σκοτεινά. Ενόμισα λοιπόν ότι το καλλίτερον το οποίον είχα να κάμω ήτο ν' αποταθώ εις τους φιλοσόφους και ζητήσω παρ' αυτών την λύσιν των αποριών μου• διότι τους εφανταζόμην ότι είνε κάτοχοι πάσης αληθείας.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Μου έρχεται κατά νουν να σε κτυπήσω πριν ή ομιλήσης. Αλλ' όμως αν είπης ότι ο Αντώνιος ζη, υγιαίνει, ότι είναι φίλος και όχι αιχμάλωτος του Καίσαρος, βροχή χρυσού και χάλαζα πολυτίμων μαργαριτών θα πέση επί σου. ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Υγιαίνει, κυρία. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πολύ καλά. ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Και διάκειται φιλικώς προς τον Καίσαρα. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είσαι τίμιος άνθρωπος.

Τρέχει η γρηά με λαχτάραν να συνάξη τα κατσίκια και της κατσίκες εις το μανδρί, η χάλαζα την μαστίζει κατά πρόσωπον, ο άνεμος της εμποδίζει τας κινήσεις και τότε πλήρης αγανακτήσεως, φωνάζει με όλην της την καρδιά: — 'Σ την πομπή σου, γέρω-Μάρτη· τα κατσικάκια μου τ' ανάστησα! δε σ' έχω ανάγκη. — 'Σ την πομπή μου! ακούςτην πομπή μου! εμένατην πομπή μου, παληόγρηα;. . .

Και ο αγέρωχος μην, ήρχισε να ζητή μέσον εκδικήσεως, ενώ χάλαζα ογκώδης μετά σφοδρού ανέμου εξηκολούθει δεικνύουσα εις τους ανθρώπους την οργήν αυτού, πάντες δε εψιθύριζον με απορίαν: — Να ο γέρω Μάρτης· τώλπιζες τόρατα υστερνά του να φερθή έτσι; Αλλά δεν ανησυχούν και πολύ.

Η χάλαζα εν τούτοις εξηκολούθει ραγδαία και αδιάκοπος· παχεία ως κάρυον, έπιπτε κροτούσα επί των πόλεων και των χωρίων, επί των φυτειών και των σπαρτών και των δένδρων, προ πάντων όμως πυκνή, πυκνοτάτη επί του λόφου και της καλύβας της γρηά Γαλανής. Εβράχη, ως και η γλώσσα της πτωχής μέχρις ου δυνηθή να βάλη εις το μανδρί τα κατσίκια και τας κατσίκας της.

Εφ' όσον περιφέρομαι εις Α . . . την ελεεινήν εκείνην αλουπότρυπαν, μεταξύ του ξένου του όλως ξένου, εις την καρδίαν μου λαού, ουδεμίαν ευρήκα στιγμήν, ουδεμίαν, κατά την οποίαν η καρδιά μου να με διέτασσε να σας γράψω· και τώρα εις αυτή την καλύβα, εις αυτή τη μοναξιά εις αυτόν τον περιορισμό, που χιών και χάλαζα μαίνονται κατά του μικρού μου παραθύρου, εδώ σεις είσθε η πρώτη μου σκέψις.