Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Εψιθύριζον δε άλλοι δειλώς και με τρόμον, ότι και αυτή η σύζυγός του, η μήτηρ του Αλεξάνδρου, τον οποίον δεν επανείδαμεν πλέον, είχε πέσει θύμα του αγρίου θυμού του, κτυπηθείσα ίσως, όπως είχε κτυπηθή προ ολίγων ημερών και ο γεωγράφος μας.

Αλλ' ούτε καν εμειδία ούτος ή επρόσεχεν ότε, κατά την διάβασίν του, οι τοιούτοι ευφυολόγοι εψιθύριζον το του Ευαγγελίου: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά, ενός δε έστι χρείαΚαι προφέροντες την λέξιν Ενός έστρηβον τον μύστακα ή έτριβον τας οφρύς.

Οι περικυκλούντες τον Λέοντα Κ ο υ β ι κ ο υ λ ά ρ ι ο ι, δ α π ί- φ ε ρ ο ι, ο τ ι ά ρ ι ο ι, σ κ ρ ί π τ ο ρ ε ς, α ρ κ ά ν ι ο ι και άλλοι αυλικοί, οίτινες εμεγαλαύχουν προσφέροντες εις την αυτού Αγιότητα τας υπηρεσίας, όσαι υπό ανδραπόδων απεδίδοντο εις τους Αυτοκράτορας της Ρώμης, εψιθύριζον εν αρχή κατά του νέου ευνοουμένου, ως οι σωματοφύλακες της σεμνής Αικατερίνης, οσάκις νέος υποψήφιος έκρουε του κοιτώνος της την θύραν. Αλλά τόσω ευπροσήγοροι και γλυκείς ήσαν οι τρόποι του

Τοιαύτά τινα εβροντοφώνει ο Βεζούβιος προς την Νεάπολιν, ή — διά να είμεθα αληθέστεροιτοιαύτα τινα εψιθύριζον εγώ προς την παρ' εμοί καθημένην Μάσιγγαν, η οποία, τελειώσασα το έργον του οδηγού, με ηρώτησε, πως μοι φαίνεται η προ των οφθαλμών ημών θέα.

Κ' εν τη νεκρική εκείνη της πεδιάδος ησυχία, μόνον τα ξηρά χόρτα και τα φύλλα εψιθύριζον, κινούμενα υπό του ανέμου, όστις έπνεεν από της θαλάσσης δροσερός δροσερός. Η Σμάλτω περιέφερε το βλέμμα πέριξ, εφ' όλων τούτων, ρεμβώδες και ήσυχον.

Διερχομένη δε μεταξύ των χωρικών οίτινες εψιθύριζον μειδιώντες ότι η κακομοίρα η Αλογόμυγια εσωκουζουλάθηκε, επληροφόρει δεξιά και αριστερά ότι «στη χώρα δε λένε Μαρούλι, μόνο Μαργή».

Ανεγίνωσκε λοιπόν, ή μάλλον ειπείν έβλεπε την Εφημερίδα του ο Κ. έπαρχος, ενώ η κομψή κυρία και το θυγάτριόν της εψιθύριζον ερωταποκρίσεις, ο δε φοιτητής, όρθιος, επερίμενε ν' ανοιχθή η θύρα του ιατρού. Άκρα ησυχία εβασίλευεν εντός της τραπεζαρίας. Αίφνης ηκούσθη έξωθεν διάλογος οπωσούν ζωηρός.

Κατ' αρχάς η ατραπός ηκολούθει την οφρύν βουνού κατωφερούς, απολήγοντος καθέτως προς την θάλασσαν. Πεύκα πυκνά εκατέρωθεν, αναδίδοντα το υγιεινόν άρωμά των, εψιθύριζον υπό την πνοήν του ανέμου. Τα πεύκα βαθμηδόν αραιούμενα έπαυσαν ολοτελώς μετά τινα ώραν και η ατραπός, στρέφουσα προς τα δεξιά, παρηκολούθει εκείθεν την παραλίαν επί βράχων γυμνών.

Η μορφή ήτις μου εφαίνετο παρεστώσα εκεί, η φέρουσα την αγνότητα εις τα όμματα τα κάτω νεύοντα, και τον γλυκασμόν περί τα χείλη τα αβρά και μελιχρά, μου εφάνη ότι αντήλλασσε νεύματα με την εικόνα της Αγίας. Μου εφάνη ότι τα χείλη της εψιθύριζον ικεσίαν, και το βλέμμα της εικόνος ένευε συγκατάθεσιν . . . Ύπνος τότε με κατέλαβεν, εις το στασείδιον όπου εκαθήμην.

Αι διακεκομμέναι φράσεις, τας οποίας εψιθύριζον εις την Ισπανικήν διάλεκτόν των, δεν μ' εφώτισαν ούτε με καθησύχασαν• δεν εγνώριζον και αυτοί τι συνέβη και διατί έφευγον. Αφού ο θόρυβος εκόπασε και επανήλθεν έξω η ησυχία, ηνοίξαμεν μετά προσοχής την θύραν.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν