United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα δεν ξέρεις πόσο τον αγαπώ. Την καρδιά μου νανοίξης, μέσα θα τη βρης την αγαθή την εικόνα του.

Αλλά προς τι να αναφέρω τους παλαιούς εκείνους σοφιστάς και ιστορικούς και λογογράφους, αφού και επ' εσχάτων, ως λέγεται, ο Αετίων ο ζωγράφος, αφού εζωγράφησε τον γάμον του Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης, μετέφερεν εις την Ολυμπίαν την εικόνα και την επέδειξε; Τόσον δε ήρεσεν η τέχνη εις τον Προξενίδαν, όστις ήτο τότε Ελλανοδίκης, ώστε έκαμε γαμβρόν του τον Αετίωνα.

Εικόνα μ' άλλους λόγους που μας θυμίζει τον «Κριοφόρο» τον Ερμή. Μα κι άλλες παρόμοιες ζουγραφιές βρεθήκανε στη Ραβέννα και στην Αλεξάντρεια. Έργα που δε μαρτυρούνε καμιάν αλλαγή μήτε στο ρυθμό μήτε στο χαρακτήρα της τέχνης, και που μήτε τον παρασταίνουν πάντα το Σωτήρα τον ίδιο, μόνε αλλού νέο και δίχως γένεια, αλλού πάλε γέρο και με γένεια. Έτσι κι ο Ποιμένας συβολική σημασία είχε βέβαια.

Διηγήματα όμως και σκαλαθύρματα μεταγενέστερα μας διεφύλαξαν πιστήν εικόνα της τότε Αιγύπτου, τόσον διαφόρου υπό πάσαν έποψιν της σημερινής. Η επάνοδος της απορφανισθείσης οικογενείας εις Αθήνας συνέπεσε με τας παραμονάς της Μεταπολιτεύσεως.

Κι' η ψυχή καπνός φέβγει και μέσα μπαίνει 100 στης γης με τσιριχτά. Κι' αφτός ολόξαφνος πετιέται, χτυπάει το γόνα και λαλεί παραπονιάρη λόγο «Ωχού, έχει κάπια το λοιπόν και στ' Άδη τα λημέρια ψυχή κι' εικόνα, μα ζωή μηδ' ύπαρξη δεν έχει. Τι του Πατρόκλου μου η ψυχή όλη τη νύχτα η δόλια 105 εδώ κοντά μου στέκουνταν, και στέναζε βογγούσε και κάθε μούλεγε ορισμό· έτσι είταν όμως, φάσμα

Το κατ’ εμέ οσάκις εγονυπέτησα υπό τους θόλους γοτθικής εκκλησίας, ησπάσθην εικόνα του Ραφαήλου ή έτεινα το ους εις ιεράν του Μοζάρτου ή Ροσσίνη μελωδίαν, ησθάνθην αείποτε το θρησκευτικόν αίσθημα αναγεννώμενον εν τη καρδία μου και, λησμονών την εκκλησιαστικήν ιστορίαν, «E pur si muove» ανέκραξα ως Γαλιλαίος, ενώ ο εισερχόμενος είς τινα των ημετέρων εκκλησιών, υφ’ ενός μόνου καταλαμβάνεται αισθήματος, της επιθυμίας να εξέλθη.

Ν' αποσπάση εκείνο το διαφανές εκ χρυσού και αργύρου και λίθων δίκτυον με το οποίον το περιέβαλλεν, ως θρησκομανής θαυματουργόν εικόνα και να τ' αφήση γυμνόν, κατησχυμένον, με το ευτελές ξύλον και τον σίδηρον μόνον όπως οι καπεταναίοι της εποχής του εγύμνωνον των όπλων τους δειλούς στρατιώτας.

Μα και τα πολύτιμα στολίδια, από τα σκουλαρήκια και τα βραχιόλια ως τα μαργαριτάρια και τα χρυσάφια που κεντούσανε στα πέδιλά τους, πρέπει να τους δίνανε πάμπολλη δουλειά τους βυζαντινούς χρυσοχούς, καθώς βλέπουμε κι από την εικόνα της Θεοδώρας στο μωσαϊκό της Ραβέννας. Τέλος όπλα, αρματωσιές, πολιορκητικές μηχανές και κάθε άλλο πολεμικό μηχάνημα, το Βυζάντιο τα κατασκεύαζε κ' εκείνα.

Αλλ' αφού τοσαύτα είπομεν περί του ακράτου ρωμαντισμού του ποιητού, μη στέργοντος να ψαλλιδίση της φαντασίας του τα πτερά, αδύνατον είναι να μη παραθέσωμεν απόγευμα και της τοιαύτης εμπνεύσεως, προς τούτο δε εκλέγομεν τους στίχους, των οποίων αυτός ο ποιητής συνίστα ημίν επιμόνως διά της τελευταίας επιστολής του την ανάγνωσιν και την παραβολήν προς ομοίαν εικόνα εν τω «Κανάρη» του απομονωθέντος σήμερον Παράσχου: Βλαχάβα ποιος σ' εγέννησε, ποιά μάνα, ποιος πατέρας; Ο Όλυμπος αγάπησε την ώμορφη την Όσσα. . . . . Μια νύχτα ήταν άνοιξη, χαρά Θεού γαλήνη . · . . Κρυφομιλούνε τα βουνά, ολονυχτίς ρωτιώνται· Και σαν εβγήκε ο Αυγερινός κι' αρχίσανε τα ρόδα Να ξεφυτρώνουν της αυγής ψιλά στα κορφοβούνια, Ο Όλυμπος εκύτταξε την ώμορφη την Όσσα, Την είδε που κοκκίνιζε σαν ντροπαλή παρθένο, Και γέρνει, γέρνει την κορφή και τη φιλείτο στόμα, Κι' ευθύς μ' εκείνο το φιλί πούναι ζωή και φλόγα· Ανάφτουν, ζωντανεύουνε της νειόνυφης τα σπλάγχνα, Και δεν επέρασε καιρός, χρόνοι πολλοί και μήνες Π' ακούστηκε σα μια βοή μες τ' Άγραφα τον Πίνδο Τ' αρματωλού το πάτημα του φοβερού Βλαχάβα.

Τότε ανεπέτασεν ούτος και την σημαίαν του, τα μεν άλλα λευκήν, φέρουσαν δε αφ' ενός την εικόνα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, και αφ' ετέρου την φοβεράν ρήτραν Ε λ ε υ θ ε ρ ί α ή Θ ά ν α τ ο ς.