United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού σας μαστιγώσανε καλά: πως συμβαίνει, έλεγα, ο αγαπητός Αγαθούλης κι' ο σοφός Παγγλώσσης να βρίσκονται στη Λισσαβώνα, ο ένας για να φάγη εκατό καμουτσικιές κι' ο άλλος να κρεμαστή κατά διαταγή του σεβασμιώτατου Ιεροξεταστή, του οποίου είμαι η ερωμένη; Ο Παγγλώσσης λοιπόν μ' είχε πολύ σκληρά απατήσει, όταν μούλεγε, πως όλα είναι άριστα στον κόσμο.

Εκεί ο γοργός Αντίλοχος ως στ' Αχιλέα φτάνει με τα μαντάτα, κι' ήβρε τον π' ομπρός στα τρεχαντήρια στο νου ίσα ίσα αφτά 'βαζε που τούχαν τύχει κιόλας, κι' έτσι έλεγε στενάζοντας μες στη γερή καρδιά του 5 «Ωχού, τι πάλι τσάκισαν ως στα καράβια τάχα οι Δαναοί, και τρέχουνε στον κάμπο αλαφιασμένοι; Λες οι θεοί πως τους κακούς να μούκαναν σκοπούς τους, σαν που μου ξήγαε η μάννα μου και μούλεγε πως όσο ακόμα ζω, ένας αρχηγός τρανός των Μυρμιδόνων 10 θ' αφίσει του ήλιου το φως από κοντάρι Τρώων; Ωχού, ναι ο Πάτροκλος θαρρώ θα μούπεσε στη μάχη... ο έρμος! μα δεν τούπα εγώ, σα σώσει απ' την κορώστρα φωτιά τα πλοία, δίχως πια πολέμους να γυρίσει

Δεν έχει αυτός δικαίωμα να βγάζη ψωμί από χριστιανούς. Να τονε μηνύσουμε, να τονε μάθη ο κόσμος, να πεθάνη της πείνας, να ζη χωρισμένος από τους ομόφυλούς του, ν' αφοριστή, να βουρκολακιάση! Τέτοια του έψαλλα του Θοδωράκη απάνω στον ηλιακό. Αθώο παιδί, δεκαφτά χρονώ! Όχι όμως κι ολότελα τυφλωμένος. Κατιτίς μούλεγε πως δεν είταν ο Θοδωράκης μονάχος. Πως εδώ τέτοια τραγουδάκια δεν έχει.

Μου φαινότανε σαν κάποιος φίλος που μούλεγε, — Κοντά σου είμαι, και μην τρομάζης. Ακόμα λίγο, και φτάξαμε. Ανεβήκαμε το νάρθηκα, και μπήκαμε μέσα. Είμαστε από τους πρώτους. Ο Παπα Νικόδημος γύριζε ακόμα, δω και κει κ' έδινε προσταγές του Καντηλανάφτη. Δεν ανεβήκαμε στο γυναικίτη. Σταθήκαμε στη γωνία των γριών, σιγά σιγά μαζεύτηκε κι ο άλλος ο κόσμος.

Μου μιλούσανε για πόλεμο και στα χείλια μου ανέβαινε μια λέξη στερεότυπη: Υποχώρηση. Μούλεγε κανείς πως μπορεί καμιά μέρα να φτάσουμε ίσαμε την Ελασώνα και εγώ έσκυβα στο χάρτη να ιδώ καταπού πέφτει ο Καβομαλιάς. Έβλεπα που φέρνανε τα καινούρια κανόνια και μουρμούριζα γιατί αντί κανόνια να μη φέρνουν ατμάροτρα και θεριστικές μηχανές.

Έδωκε ο Θεός και μεγάλωσε και το παιδί μου ο Μιχαληός. «Να φύγω, πατέρα, μούλεγε, να πάω στην Αμέρικα. Προκοπή δεν έχει ο τόπος μας. Να πάω στην Αμέρικα να σας στείλω λίρες με το τσουβάλι». Βρε παιδί μου Μιχαληό, τούλεγα, να μας φύγης και συ, τι θα γίνωμε; Άλλο παιδί δεν έχομε, η μάννα σου θα πεθάνη από τον καϋμό της!... Αυτός τίποτε. «Να φύγω, πατέρα· δεν μπορώ να σας βλέπω να πεινάτε.

Και γι' αυτό από την ημέρα κείνη την άτυχη, ούτε σε σένα, ούτε σε κείνο έγραψα. Μόνο αργά και που εμάθαινα από ένα φίλο μου στην Αμερική, τι γίνεσθε. Έξαφνα ολίγες μέρες πριν από τους αγώνας έλαβα ένα τηλεγράφημα που μούλεγε πώς ο γυιός μου έφυγε με τους αθλητάς για τους αγώνας. Μ α ρ ί α. Ποίος; Ο κ. Δέρβυ ίσως...

Μάλιστα, κύριοι, αυτό είναι το ανάστημά μου, είπε κάμνοντας μίαν υπόκλιση. — Α! Κύριε, καθήστε στο τραπέζι· όχι μονάχα θα πληρώσουμε για σας, μα δε θα δεχτούμε ποτές ένας άνθρωπος σαν και σας να μην έχει χρήματα. Οι άνθρωποι είναι κανωμένοι ν' αλληλοβοηθιούνται. — Έχετε δίκαιο, είπεν ο Αγαθούλης· αυτό μούλεγε πάντα ο κύριος Παγγλώσσης και παρατηρώ καλά, πως όλα είναι άριστα.

Εγώ το καταλάβαινα. «Μοσχαδώ, σου το είπα, στιγμή δεν μπορείς να κάνης χωρίς εμένα». Κ' εκείνη θύμωνε μαθές, Θεός σχωρέσ' την, μέρα που είνε και μούλεγε: «Την όρεξί σου έχω...» κ' έφευγε τάχα κακιωμένη. Και πάλι να σου την! Όταν τελείωνα τη δουλειά, με λυπότανε κάποτε και μούλεγε: «Δεν πας και συ μαθές, Αποστόλη, στον καφενέ, να ξεσεκλετισθής, να πάρης τον αέρα σου.

Στο πρώτο της αγκάλιασμα έτριξεν ηδονικά το κορμί του άλλου που θάρθη. Τα χείλη της που κρυφομίλησαν στα πρώτα μου τριαντάφυλλα είπαν «ευχαριστώ» σ' εκείνον που θάρθη. Μούλεγε «σ' αγαπώ» — κι ο λόγος της έφευγε μαζί με τα χελιδόνια τόπους και καιρούς σ' εκείνον που θάρθη. Με περίμενεν ώρες κι' είχεν αγωνία για κείνον που αργεί.