Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Μου φαινότανε σαν κάποιος φίλος που μούλεγε, — Κοντά σου είμαι, και μην τρομάζης. Ακόμα λίγο, και φτάξαμε. Ανεβήκαμε το νάρθηκα, και μπήκαμε μέσα. Είμαστε από τους πρώτους. Ο Παπα Νικόδημος γύριζε ακόμα, δω και κει κ' έδινε προσταγές του Καντηλανάφτη. Δεν ανεβήκαμε στο γυναικίτη. Σταθήκαμε στη γωνία των γριών, σιγά σιγά μαζεύτηκε κι ο άλλος ο κόσμος.

Και απάντησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• «Φίλ', επειδή μου ενθύμισες τα πάθη, 'που εκεί πέρα πάθαμ' εμείς των Αχαιών τ' αδάμαστα τα γένη, και όσατα γλαυκά πέλαγα πλανώμενοι με πλοία, 105 όπου ωδηγούσ' ο Αχιλληάς για λάφυρα, και άμ' όσατο μέγα κάστρ' ολόγυρα του βασιληά Πριάμου μαχόμενοι• αυτού έπεσε το άνθος των ανδρείων, αυτού ο φρικτός Αίαντας, αυτού και ο Αχιλλέας κείτονται• αυτού και ο Πάτροκλος που 'ταν θεόςτην γνώσι• 110 αυτού παιδί μου αγαπητό, άψεγο και γενναίο, ο Αντίλοχος ταχύτατος και ακλόνητοςτην μάχη. και άλλα πολλά παθήματα σιμάαυτά μας ηύραν• και ποιος θνητός είν' αρκετός όλα να τα ιστορήση; και πέντε κ' έξι αν έμενες χρόνους εδώ, να μάθης 115 πόσα έπαθαν των Αχαιών εκεί τα λαμπρά γένη, θα εβάρυνες και θα 'φευγες, πριν μάθης, 'ς την πατρίδα• ότι εννηά χρόνους πλέκαμε τον χαλασμό τους, μ' όλαις ταις τέχναις, και όμως μεταβιάς τον τέλειωσ' ο Κρονίδης. αυτού κανείς τον Οδυσσηάτην γνώσι ν' αντικρύση 120 δεν ήθελεν, ότι πολύ τους άλλους ενικούσε, 'ς ταις τέχναις όλαις, ο λαμπρός πατέρας σου, αν υιός του είσαι τωόντι• σεβασμός με παίρνει ως σε κυττάζω• προσομιάζ' η ομιλιά πολύ, κ' είν' ένα θαύμα προσόμοια τόσο να ομιλή μικρός την ηλικία. 125 τότε δεν ευρεθήκαμεν, εγώ και ο Οδυσσέας, ασύμφωνοι, ούτ' εις σύνοδον ούτε εις βουλή, ποτέ μας• αλλά μιαν γνώμην έχοντας, με νου και μ' ορθή σκέψι, ευρίσκαμ' ό,τι εδύνονταν να σώση τους Αργείους• αλλ' άμα κάτω ερρίξαμε την Τροίαν καιτα πλοία 130 μπήκαμε, και τους Αχαιούς θεός εσκόρπισ' όλους, κακήναυτούς επιστροφή τότε εμελέτα ο Δίας• επειδή όλοι φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν• όθεν εσύντριψε πολλούςτην τρομερήν οργή της τότε η γλαυκόμματη θεά, φρικτού πατρός η κόρη, 135 'που την διχόνοιαν έσπειρετους αδελφούς Ατρείδαις. κ' εκάλεσαν εις σύνοδο τους Αχαιούς εκείνοι όλους, αλλ' όμως ξώκαιρα, 'ς την δύσι του Ηλίου• και τα παιδιά των Αχαιών έφθασαν κρασωμένα• κ' εκείνοι εξήγαν τον σκοπό 'που εσύναξαν τα πλήθη• 140 τότε ο Μενέλαος έλεγε να συνταχθούν να φύγουν όλ' οι Αχαιοίτα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης• δεν το 'στεργε ο Αγαμέμνονας και τον λαόν εκράτει, κ' ήθελε πρώτον ιεραίς να σφάξουν εκατόμβαις, την φοβερή της Αθηνάς οργήν όπως πραΰνη• 145 μωρός, ουδ' ήξευρε 'π' αυτήν δεν ήθελε μαλάξη• ότι εύκολα δεν στρέφεται ο νους των αθανάτων. κ' οι δύο 'κείνοι ως στέκονταν, σκληρά λογομαχώντας, ξάφνου εσηκώθη, σκόρπισε των Αχαιών το πλήθος, μ' αλαλαγμόν αμίλητο, κ' εις γνώμαις δυο σχισθήκαν• 150 και όλη την νύκτα ετρέφαμε μίσος ανάμεσόν μας, ότι μεγάλαις συμφοραίς ωργάνιζεν ο Δίας• κ' εμείς εσύραμε πρωίτην θάλασσα την θεία τα πλοία με τα κτήματα και ταις βαθειά ζωσμέναις γυναίκαις• κ' έμειναν αυτού το ήμισυ του πλήθους, 155 σιμάτον Αγαμέμνονα τον ηγεμόν' Ατρείδη• έτσιτα πλοία μπήκαμε, κ' έπλεαν αυτά με βία, ότι θεός τα τρίσβαθα μας έστρωσε πελάγη. ς' την Τένεδο, διαβαίνοντας να πάμετην πατρίδα, εσφάξαμε προς τους θεούς• δεν έστεργεν ο Δίας 160 να φθάσουμε, αλλ' ο άσπλαχνος κακήν πάλι διχόνοιαν εγέννησε, κ' εγύρισαν με τα κυρτά καράβια μέρος με τον πολύβουλον, ανδρείον Οδυσσέα, τ' 'Ατρείδη τ' Αγαμέμνονα να χαρισθούν εκείνοι. κ' εγώ μ' όλα τα πλοία μου κίνησα ευθύς να φύγω, 165 ότι έβλεπα 'που συμφοραίς είχε ο θεόςτον νου του. ως και ο Τυδείδης έφευγε κ' εκίνα τους συντρόφους• και ο ξανθός Μενέλαος μας πρόφθασε κατόπιτην Λέσβο, 'που λογιάζαμε το μακρυνό ταξείδι, είτε απεπάνω από την Χιό την πετρωτή να βγούμε, 170 προς την Ψυρία, 'ς τα ζερβιά κυττάζοντας εκείνην, ή κάτω, 'που 'ναι ο Μίμαντας αντίκρυ ο ανεμισμένος• και του θεού ζητούσαμε σημείο να μας δείξη• έδειξε, και να κόψουμε το πέλαγ' ως την Εύβοια μας είπε, όπως ταχύτερα σωθούμε απ' την οδύνη. 175 πρύμος τότ' έπνευσε ηχηρός•τους ιχθυοφόρους δρόμους τα πλοία τρέχαν και άραξαντην Γεραιστό την νύκτα. του Ποσειδώνα τότε αυτού ταύρων πολλά μερία εκάψαμε, ότι πέλαγος μέγα είχαμε μετρήσει• τέταρτ' ημέρα, οι σύντροφοι Διομήδη του ιπποδάμου 180τα νερά τ' Άργους έστησαν τα ισόμετρα καράβια. κατά την Πύλο αρμένιζα εγώ και άκοπα εφύσα, ως τον πρωτόστειλε ο θεός, ο άνεμος ο πρύμος. ιδού πώς ήλθ' ανήξερος, παιδί μου, ουδέ γνωρίζω των Αχαιών ποιοι χάθηκαν, και ποιοι πάλι εσωθήκαν• 185 αλλ' όσα εδώ καθήμενοςτα μέγαρά μου ακούω, ως πρέπει, θέλει σου τα ειπώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω• λέγουν πως εκαλόφθασαν οι ανδρείοι Μυρμιδόνες, 'που του υψηλόφρονα Αχιλληά ωδήγα ο λαμπρός γόνος• καλά και ο υιός του Ποίαντα, ο ένδοξος Φιλοκτήτης• 190 και όλους τους άνδραις έμπασετην Κρήτη ο Ιδομενέας, όσους τ' άφησε ο πόλεμος• τα κύμα δεν του επήρε. για τον Ατρείδη εμάθετε και σεις, μακράν 'που είσθε, πώς ήλθε, πώς ελεεινό του ετοίμασε το τέλος ο Αίγισθος• αλλά τρομερά το πλέρωσε εκείνος. 195 τόσον αξίζει ένα παιδί ν' αφίνη ο απεθαμένος, ως βλέπεις 'που τον Αίγισθον εκείνος εκδικήθη, τον δόλιο, 'που του 'φόνευσε τον ένδοξον πατέρα.

Το τελευταίο όμως βράδι, όταν το αυγουστιάτικο φεγγάρι έπαιρνε να χαθή πια, κατεβήκαμε μόνοι μας στο ακρογιάλι και μπήκαμε στη βάρκα. Με το νυχτερινό αεράκι ανοιχτήκαμε όξω από το μαύρον κόλπο, όπου το χλωμό μισοφέγγαρο άπλωνε αστραφτερές γραμμές και τριγύρω τα δέντρα στέκανε τόσο σκοτεινά και παράξενα, παίρνοντας σχήματα διαφορετικά από κείνα που τους έδινε το φως της μέρας.

Βγήκαν κ' οι λιγερές κ' οι γυναίκες στα πηγάδια, το πήραν απάνω τους τα παιδιά, ξανάναψαν οι φούρνοι, και μέσα στο ξεθάρρεμα του χωριού, αγροικιώνταν κάπου κ' η φωνή κανενός στρατιώτη: — Κότα πήττα, σταυρομάννα, θέλει η καρδούλα μου, κότα πήττα!... Μπήκαμε κ' εμείς στου κυρ πάρεδρου το σπίτι.

Μπήκαμε μέσα, και βρήκαμε την καταπακτή που οδηγούσε στην σκάλα, αλλά μας ήταν πολύ δύσκολο να την σηκώσουμε, γιατί ο πρίγκιπας την είχε σφραγίσει με το ασβεστοκονίαμα που είχε φέρει μαζί του. Πρώτος πήγε ο θείος μου και τον ακολούθησα. Όταν φτάσαμε στο τέλος της σκάλας, βγήκαμε σε ένα προθάλαμο γεμάτο με τόσο πυκνό καπνό, που δεν μπορούσαμε να δούμε σχεδόν τίποτα.

Γυρίσαμε μερικούς δρόμους, περάσαμε κοντά από τα Τούρκικα, είδαμε το σοκάκι που κλέψανε τη Λενιώ, ανεβήκαμε τον ανήφορο, μπήκαμε σε μια κόκκινη πόρτα, και βρεθήκαμε στην αυλή του Σκολειού. ΣΗΜ. Εδώ δηγάται τα πρώτα του μαθήματα και παθήματα ο Γεροδήμος, που τον κακομεταχειρίστηκε ο δάσκαλος, κ' έφυγε. Τα ίδια περίπου και στο πέμτο το κεφάλαιο.

Κ' η γλήγορες μούλες, μόλις άκουσαν τη σαλαγή τ' αγωγιάτη, έσφιξαν την περπατησιά τους και μας μάκρεναν από το καρβάνι. Τους μπήκαμε κ' εμείς ύστερα με τα συρτάρια του καπιστριού 'ςτα καπούλια και με τες φτέρνες μας 'ςτα λαγγόνια κ' έστρωσαν 'ςτον ανήφορα της βρύσης του Ζαβογιάννη το πλιο γλήγορο και πλιο καμαρωμένο ραβάνι τους. Εμείς στη βρύση του Ζαβογιάννη κι αυτοί 'ςτον Πλάτανο της ρεμματιάς.

Άκουσε τι σκέφτηκα· είπε. Τώρα μεις μπήκαμε σ' ένα δρόμο· ψηλάχαμηλά περνούμε. Μιλούμε για το μέλλον· μέλλον είνε το αύριο· μα είνε και το μεθαύριο. Εγώδε στο κρύβωμεγάλο φόρτωμα πήρα στον ώμο μου κι ο δρόμος είνε μακρύς, μακρύς κι ανηφορικός! Η κόρη χαμογέλασε· άπλωσε το μεστωμένο χέρι της και του χάιδεψε το μέτωπο. — Από τώρα δείλιασες; του ψιθύρισε σκύβοντας απάνου του ανήσυχα.

Σκαρφαλώνουνε τα βουνά γοργοπόδαροι, σα να τάχουνε φτερουγιασμένα καθώς ο Ερμής. — Και τα φορέματά τους; — Τα ξέρεις από τους κατακαημένους τους Πρόσφυγες. Στο ζωνάρι χωμένο πιστόλι κι ασπρομάνικο λάζο, και στον ώμο τουφέκι. Τέτοιος φαινότανε, κ' έτσι είτανε φορεμένος ο καλός μου ο Γιάνης που μας φιλοξένησε στην Παραμυθιά. Έλειπε σαν μπήκαμε στ' απλοϊκό σπιτικό του.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν