United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ραψωδία Μ Τον ποταμόν Ωκεανόν άμ' άφησε το πλοίο, κ' έφθασε μεσοπέλαγατην νήσο την Αιαία, 'που 'ναι της ορθογέννητης Ηώς η κατοικία, και οι φωτεινοί χορότοποι, και ο Ήλιος πρωτολάμπει, 'ς τον άμμο επάνω εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο, 5 εις τ' ακρογιάλι εβγήκαμε, και, αφού πήραμ' ολίγον ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη.

Άγριον απλόνεται νησί παρέξω απ' τον λιμένα, ούτε σιμά, και ούτε μακράν της χώρας των Κυκλώπων, σύδενδρο, και αγριόγιδαεκείνο μέσα βόσκουν, αμέτρητα• ότι πάτημα δεν τα εμποδίζει ανθρώπων, ουδέ κει μπαίνουν κυνηγοί, 'που συνηθούντα δάση 120 να δέρνωνται, αναβαίνοντας ράχαις και κορφοβούνια. ποίμνια δεν το σκεπάζουσι, και αλέτρια δεν το σχίζουν, αλλ' άσπαρτο, αναλάτρευτο, και ολόρφανο απ' ανθρώπους ολοκαιρής, είναι βοσκήτα γίδια 'που βελάζουν. τι πλοία κοκκινόπλωρα οι Κύκλωπες δεν έχουν, 125 ούτ' έχουν πλοίων ξυλουργούς, 'που εκείνων θα εμορφόναν καλόστρωτα πλεούμενα, χρήσιμα να 'ναι εις όλα, 'ς ταις πολιτείαις φθάνοντας, ως τους ανθρώπους βλέπεις το πέλαο να συχνοπερνούν απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος• και αυτοί θα τους εσύσταιναν καλόκτιστην την νήσο. 130 κακή δεν είναι• θα 'φερνε κάθε καρπότην ώρα, ότι της λευκής θάλασσαςτην άκρη τα λειβάδια υγρά θωρείς και μαλακά• και άφθαρτ' αμπέλια θα 'χε• και για τ' αλέτρ' είναι ομαλή• τον σίτοτον καιρό του βαθειά πολύ θα εθέριζαν, ότ' είναι η γη παχεία. 135 κ' έχει λιμέν' ακίνδυνον, οπού σχοινιά δεν θέλει, είτε να ρίχνουν άγκυραν, είτε να δένουν πρύμη, αλλ' αραγμένοι προς την γη να μένουν, ως 'που οι ναύταις να ξεκινήσουν πρόθυμα, άμα φυσήση πρύμος. και εις του λιμένα την κορφή νερό καθάριο ρέει, 140 άντρο αποκάτω μια πηγή, και ολόγυρα έχει λεύκαις. αυτού εμπαίναμε• θεός κάποιος μας οδηγούσε, 'ς το σκότος μέσα της νυκτός, 'π' αθώρητα ήσαν όλα. ότι καταχνιά κύκλονε τα πλοία, και η σελήνη δεν έφεγγε απ' τον ουρανό και νέφη την εκρύβαν. 145 και το νησί δεν ξάνοιξε κανείς μας με τα μάτια, ουδέ τα μακρυά κύματατην γην όπως κυλούσαν είδαμε, πριν τα πλοία μαςτην άκρα προσαράξουν. και άμ' άραξαν, εσύραμε κατ' όλα τα πανιά τους, 'ς την γην εβγήκαμε κ' εμείς, και, αφού πήραμ' ολίγον 150 ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη.