United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι ποίος πλέον θα σας προσφέρη θυσίαν, αφού δεν θα ελπίζη τίποτε από σας; Ηκούσατε τι παραπονείται η Σελήνη, όπως διηγήθη χθες αυτός ο ξένος• λοιπόν σκεφθήτε τι πρέπει να γείνη και διά την ωφέλειαν των ανθρώπων και διά την ασφάλειαν ημών των θεών.

Η σελήνη θα μας έφεγγεν ακριβώς έως να φθάσωμεν εις το τέρμα.

Ακούω του λυσσώντος Ανέμου την ορμήν· Κτυπά με βίαν· ανοίγονται Του ναού τα παράθυρα Κατασχισμένα. Από τον ουρανόν, Όπου τα μελανόπτερα Σύννεφα αρμενίζουν, Το ψυχρόν της αργύριον Ρίπτει η σελήνη. Και ένα κρύον φωτίζει Λευκόν, σιγαλόν μάρμαρον· Σβησθέν λιβανιστήριον, Κερία σβηστά και κόλυβα Έχει το μνήμα. Ω παντοδυναμώτατε!

Του διηγήθημεν όλην την ιστορίαν μας• τότε δε και αυτός μας διηγήθη τα δικά του, ότι και αυτός ήτο άνθρωπος, ονομαζόμενος Ενδυμίων και ανηρπάσθη από την ιδικήν μας γην ενώ εκοιμάτο, ελθών δε εδώ έγινε βασιλεύς του τόπου. Μας εξήγησεν έπειτα ότι η γη επί της οποίας ήμεθα ήτο η Σελήνη, την οποίαν βλέπομεν από την Γην.

Ο Φαέθων, απήντησεν, ο βασιλεύς των κατοικούντων εις τον ήλιονδιότι κατοικείται και ο Ήλιος όπως και η Σελήνημας έχει κηρύξει προ πολλού τον πόλεμον. Και η αρχική αιτία ήτον η εξής.

Η σελήνη επρόβαλλε, μόλις αρχίσασα να φθίνη τρίτην νύκτα μετά το ολογέμισμά της, εις την κορυφήν του βουνού, κ' εκείνη, ασπροφορεμένη, μετά τόσους στεναγμούς και τόσα περιπαθή άσματα, έκραξε·Να έμβαινα σε μια βαρκούλα, τώρα-δα... έτσι μου φαίνεται... να φτάναμε πέρα! Κ' εδείκνυε με την χείρα της πέραν του λιμένος.

Επορεύοντο όπως συλλάβωσιν ένα όστις δεν θα εποίει απόπειραν όπως κρυφθή ή φύγη, και η σελήνη πλησιφαής έρριπτεν όλην την λάμψιν της εις την άδοξον εκστρατείαν των· και όμως, όπως μη εκφύγη αυτούς και κρυφθή εις άντρόν τι ή υπό την σκιάν του άλσους, έφερον φανούς και λαμπάδας εις τας χείρας των.

Και μόλις μ' είδε ο άπονος χαμήλωσε τα μάτια και στο σκαμνί εθρονιάστηκε και τέτοια λόγια μούπε: «Πρόλαβες και μ' εκάλεσες στο σπίτι σου, Σιμαίθα, »όπως εγώ στο τρέξιμο πρόλαβα το ΦιλίνοΠες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Κ' η παραμάννα η άμοιρη του Θευχαρίδη, που ήταν το σπίτι της στο σπίτι μου κοντά, πόρτα με πόρτα, με θερμοπαρακάλεσε να πάω στο πανηγύρι· κ' η δόλια εγώ ξεκίνησα να πάω ν' ακλουθήσω φορώντας το ξανθόλινο κι ώμορφο φόρεμά μου και στολισμένη με ταχνό της Κλεαρίστας πέπλο. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Και πώς το ξεύρεις ότι είνε εκεί κάτω; την ηρώτησε με γέλοια μία συμμαθήτρια της. — Πώς; από τα παραμύθια. Μέσατην θάλασσαν βαθειά πολύ βαθειά εκεί, όπου λάμπει το νερό έως κάτω, όταν ο ήλιος ή η σελήνη το φωτίζουν, έχει το κρυσταλλένιο παλάτι της η καλή Νεράιδα, ακούει ό,τι της ζητούν τα παιδιά και έρχεται και τους τα δίδει. — Να δούμε, αν και τώρα σ' ακούση! είπεν η μεγαλειτέρα.