United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακούω του λυσσώντος Ανέμου την ορμήν· Κτυπά με βίαν· ανοίγονται Του ναού τα παράθυρα Κατασχισμένα. Από τον ουρανόν, Όπου τα μελανόπτερα Σύννεφα αρμενίζουν, Το ψυχρόν της αργύριον Ρίπτει η σελήνη. Και ένα κρύον φωτίζει Λευκόν, σιγαλόν μάρμαρον· Σβησθέν λιβανιστήριον, Κερία σβηστά και κόλυβα Έχει το μνήμα. Ω παντοδυναμώτατε!

Η ντόνα Έστερ, με λυμένο το σάλι ν’ ανεμίζει λίγο επάνω στους ώμους της, βάζει σε τάξη την πομπή: πρώτα τα μικρά παιδιά με τα μεγάλα κεριά στα χέρια, έπειτα η νύφη με τη συγγένισσά της, έπειτα ο γαμπρός με τους συγγενείς του, στο τέλος οι λίγοι καλεσμένοι με το Μιλέζο τελευταίο που έμοιαζε να περιγελά σιωπηλά όλους. «Τώρα θα μ’ αφήσουν μόνο», σκέφτεται ο Έφις με κάποια πίκρα. «Μόνο.

Δεν εγύρισεν η «Παντάνασα» δεν εγύρισε κ' εκείνος ποτέ στο Γαλαξείδι. Άγνωστος μένει ο ναύτης που μας έκαμε το μεγάλο ευεργέτημα. Άγνωστος και αδοξολόγητος όπως γίνεται και στους φτωχούς αγίους. Παντού η τύχη π' ανάθεμα την! παντού η τύχη! Μα εγώ αν ήξευρα τ' όνομά του θ' άναβα περισσότερα κεριά απ' όσα ανάβω κάθε χρόνο στην εικόνα του Αγίου Νικόλα.

η χύτρα. . . έλα έξω συ. . . μουντζούρα είσαι γεμάτη, μα το θεό, λες κ' έτυχε να βράση τη μπογιά του ο Λυσικράτης μέσα σου, που βάφει τα μαλλιά του. —Πέρνα κοντά της τώρα συ, και στάσου για στολίστρα. . . —και φέρε και τη στάμνα συ η νεροκουβαλίστρα. . . —άλλος κεριά να φέρη. . . —και τα κλωνάρια της εληάς, οπού φορούν οι γέροι. . .

Άλλοι κρατούν κεριά, άλλοι σε κεραμίδες θυμίαμα κι άλλοι λάδι στις μποτιλίτσες τους. Σκύβουν ταπεινά, σταυροκοπούνται, δακρύζουν οι γριές κι όλοι κυττάζουν, ξανακυττάζουν το κόνισμα. Κανείς δεν ξέρει τι άγιος είνε· κανείς δε νοιώθει τι θάμα παρασταίνει.

Άφησέ με! απήντησεν ο κυρ-Μανωλάκης. — Μήπως επιάσθηκες πάλιν για τα κεριά; — Παρατήθηκα! Η απάντησις αύτη επάγωσε την κυρά-Μανωλάκαινα, ήτις απέμεινεν ως χρυσούν άγαλμα σιωπηλή και ακίνητος. Ο κυρ Μανωλάκης το εφύσα και δεν εκρύονε, κατά το δη λεγόμενον.

Ο ντον Πρέντου ντυμένος στα μαύρα με μια καινούργια, στενή φορεσιά που τον αναγκάζει να βαριανασαίνει, αλλά ο Έφις δεν ξεχωρίζει το πρόσωπό του, ενώ βλέπει το σαρκαστικό στόμα του Μιλέζου, μακρύ, στενό, γεμάτο λες από συγκρατημένο γέλιο, και την εξογκωμένη κοιλιά μιας συγγένισσας των αδερφάδων Πιντόρ, εκείνης που θα συνοδεύσει τη νύφη, και δυο κεριά με ροζ κορδέλες που τα κρατούν δυο χλωμά χεράκια.

Lloyd να πη να κλείσουν τα παραθυρόφυλλα και ν' ανάψουν κεριά. Αισθανόταν πως δεν μπορούσε να υποφέρη το φως της ημέρας. Το τραπέζι χρειάστηκε να το ξεστρώσουν, γιατί τα λουλούδια τα σκόρπια πάνω στο τραπεζομάντηλο με το να ήταν μωβ θα του έφερναν δυστυχία. Κατόπιν μόλις αρχίσαμε τα ορεκτικά έγινε οριστικά ο κύριος της κουβέντας. Ποια αποτυχία!

Όλα θαμπά γύρω μου, όλα χαμένα στο πυκνό χιονόβολο. Και η «Παντάνασα» έτρεχεν ακόμη ακράτητη, γοργή, θεότρελη σαν να την έσερναν μαγνήτες οι αόρατες στεριές.& — Τίποτα! φωνάζω. Και ο λόγος μου κρυώτερος από τον πάγο, σκληρότερος από τον τρελοχιονιά εκύλαε στο κατάστρωμα, επλάνταζε τα στήθη των συντρόφων μου. — Τίποτα! εφώναζα σε κάθε λεφτό. — Άλλα δυο κεριά μωρέ! επρόσταξε πάλι ο καπετάνιος.

Αν το θες, αδελφή μου, είπε η Ζωηδία· «αλλά αν μείνει, θα πρέπει να βάλω νέο όρο. Βαστάζε», συνέχισε γυρνώντας προς αυτόν, «αν μείνεις, πρέπει να υποσχεθείς να μην ρωτήσεις τίποτα για οτιδήποτε δεις. Αν το κάνεις, ίσως ακούσεις κάτι που δεν θα σου αρέσειΑφού διευθετήθηκε και αυτό, η Αμινά έφερε το δείπνο και φώτισε την αίθουσα με ευωδιαστά κεριά.