Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Ο Έφις όμως ακούμπησε πάλι το κεφάλι κάτω κι έκλεισε τα μάτια, όχι γιατί τον πρόσβαλαν τ’ αστεία των αφεντικών του, αλλά γιατί αισθανόταν πολύ μακριά από εκείνους, από όλους. Μακριά, όλο και πιο μακριά, αλλά μ’ ένα βάρος να τον πλακώνει, μ’ ένα φορτίο που δεν του επέτρεπε να πάει παραπέρα ή να γυρίσει πίσω. Ήταν χειρότερα από τότε που έσερνε μαζί του τους τυφλούς. Τελικά ήρθε και ο γιατρός.
Αυτήν την εικόνα, μάλιστα, η Νοέμι την αγαπούσε και μερικές φορές την αισθανόταν τόσο ζωντανή και αληθινή πλάι της που κοκκίνιζε και έκλαιγε λες και δέχτηκε την επίθεση ενός εραστή που είχε τρυπώσει κρυφά μες στην αυλή της.
Από όλες αυτές τις σκέψεις της εκατάλαβε βαθειά, χωρίς και αυτή να το καταλάβη καλά, ότι η κρυφή της καρδιάς της επιθυμία ήτανε να τον κρατήση για τον εαυτόν της· και όμως έλεγε μέσα της ότι δεν μπορούσε, ότι δεν έπρεπε να τον κρατήση· η καθαρή της, ωραία ελαφριά και εύστοργη ψυχή της αισθανόταν την πίεση της μελαγχολίας, στην οποία η ελπίς της ευτυχίας ήτον αποκλεισμένη.
Αισθάνομαι ό,τι θα αισθανόταν ένας που θα ξαναγύριζε στο κατακαμμένο, το κατεστραμμένο φρούριο, που κάποτε ένας ακμαίος ηγεμών το οικοδόμησε, και το εστόλισε με όλα τα δώρα της πολυτελείας και πεθαίνοντας το άφησε μαζί με πλήθος ελπίδες στον αγαπητόν του γυιό. 3 Σεπτεμβρίου.
Τώρα έβλεπε, ναι, το λάθος που έκανε δίνοντας το καλάθι στον ντον Πρέντου και σκεφτόταν πώς να επανορθώσει, αλλά δεν έβρισκε τον τρόπο, δεν ήξερε γιατί και για άλλη μια φορά αισθανόταν όλο το βάρος των συμφορών των αφεντικών του να πέφτει επάνω του. «Ησύχασε», είπε τελικά. «Θα πάω εγώ αύριο στο χωριό και θα τα ταχτοποιήσω όλα.»
Αν ρωτάς για τους ανέμους, αισθανόταν το φύσημά τους τρεις ώρες πριν κινήσει το πρώτο φύλλο. Θάλασσα, ουρανός, στεριές, άστρα, σύγνεφα, του ήλιου ανατολή και βασίλεμα δεν είχαν γι' αυτόν κανένα μυστικό. Εμιλούσαν στην ψυχή του μέσα. Και δεν τον έφταναν μόνον αυτά· ήθελε περισσότερα. Ήθελε πάντα να μαθαίνη τα μακρινά. Όπου δεν έφτανε το μάτι επετούσε περίεργη η φαντασία του.
Τον άκουσε η αφεντιά σας; Τώρα όλα θα πάνε καλά.» «Ας το ελπίσουμε∙ όλα θα πάνε καλά», είπε η Νοέμι, αλλά δεν ήξερε και η ίδια τι θα πήγανε καλά. Αισθανόταν μια ξαφνική αγάπη για όλους. «Πείτε στον Τσουαναντόνι να έρθει απόψε. Θα του δώσω κόκκινα αχλάδια.» Η γριά της άρπαξε το χέρι, το φίλησε και έφυγε κλαίγοντας. Η Νοέμι γύρισε στη θέση της.
Ο κάμπος με τα λούλουδα Ναι δεν πέθανε-μα εκείνην τη νύχτα κατάλαβε πως για την ευτυχία του Νίκου της έπρεπε να πεθάνη. Και τότε η ψυχή της η αδικημένη, πόθησε να πετάξη !. . . Μα δεν ξεψυχούσε- Αισθανόταν πάντα την ίδια τρομερή αδυναμία σα να της είχανε ρουφήξει όλο το αίμα, σα νάχε σπάσει μέσα της η μηχανή της ζωής. Βεργινία!
Με την Γκριζέντα όμως δεν είναι το ίδιο. Η Γκριζέντα δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια.» Η Νοέμι παρά τη θέλησή της αισθανόταν αναστατωμένη. Λυπόταν πολύ τη γριά, που τύλιγε, λες και ήταν μωρό, την άκρη από την ποδιά της. «Εσείς φταίτε», είπε σοβαρά. «Ξέρατε, σαν ηλικιωμένη γυναίκα που είστε, πώς καταλήγουν αυτά τα πράγματα.» «Ξέρουμε, ξέρουμε…. και ποτέ δεν ξέρουμε τίποτε, κυρά μου!
Τους αγαπούσε , γιατί ένοιωθε τον εαυτό της ανάμεσά τους, κομμάτι δικό τους, ενωμένη με τον άντρα μέσα από την αγάπης της, ενωμένη με τη γυναίκα μέσα από τον πόνο της. Τους ευλογούσε, σαν μια γριά μάνα, αλλά αισθανόταν να την παρασέρνουν μαζί τους, μέσα στη ζωή όλο μυστήριο, όπως ο Ιησούς ανάμεσα στους γονείς του κατά τη φυγή προς την Αίγυπτο…..
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν