United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άμα μπήκε μέσα ο παπάς, τρέμοντας με την κοινωνιά στα χέρια, η άρρωστη ήρθε στα λογικά της, σήκωσε τα μάτια της, έκανε το σταυρό της κι' είπε: — «Σχωράτε με κι' ο Θεός σχωρέσ' σας»! Άνοιξε το στόμα της και δέχτηκε από τη λαβίδα τη μεταλαβιά με μεγάλη ευχαρίστηση και με μεγάλον αναγαλλιασμό.

Λοιπόν, ακούστε πώς ο καλός Θεός λυπάται τους ανθρώπους. Αυτός, που ούτε του αμαρτωλού δε θέλει το θάνατο, δέχτηκε ευνοϊκά τα δάκρυα και της ικεσίες των φτωχών ανθρώπων που τον παρακαλούσαν για τους βασανισμένους εραστές. Κοντά στο δρόμο που περνούσε ο Τριστάνος, στην κορυφή ενός βράχου και φάτσα κατά το βορρηά, βρισκότανε ένα εκκλησάκι απάνω από τη θάλασσα.

Στην αρχή ο Υπάτιος αντιστάθηκε· μη όντας όμως άνθρωπος, με δύναμη να βασταχθή, είπε το ναι, και ζητούσε κατόπι να παραστήση του Ιουστινιανού πως επίτηδες δέχτηκε τη βασιλεία για να συχάση τα πλήθη. Όσοι αρχόντοι και συγκλητικοί δεν είτανε φευγάτοι ή κλεισμένοι στο παλάτι μέσα, θέλοντας μη θέλοντας πήγαν τότες με το λαό, να γλυτώσουν. Προτείνανε μάλιστα να τραβήξουν ίσια κατά το παλάτι.

Η συνήθεια, είπε ο ανώτερος αξιωματικός, είναι ν' αγκαλιάζουνε το βασιλιά και να τον φιλούνε από τα δυο μάγουλα. Ο Αγαθούλης κι' ο Κακαμπός πηδήσανε στα λαιμό του βασιλιά, ο οποίος τους δέχτηκε με τη μεγαλύτερη καλωσύνη, που μπορεί κανείς να φαντασθή και τους προσκάλεσε ευγενικά στο δείπνο.

Ο άρχοντας τον δέχτηκε και τον έβαλε στο τραπέζι, που είταν έτοιμο με διάφορα φαγητά. Τη στιγμή που άρχισαν να τρων, δύο υπηρέτες άρχισαν να κόφτουν ψωμί. Έκοψαν, έκοψαν, έκοψαν, κι' όλο έκοφταν.

Σαν πέθανε ο Ευσέβιος, ποιον άλλονα νανεβάσουνε στης Καισαρείας το θρόνο, παρά τον Ερημίτη του Πόντου. Το δέχτηκε το μεγάλο αξίωμα, κι ως τόσο το φόρεμά του είταν ένα και μονάχο πάντα. Λαχανικά είταν πάντα και το προσφάγι του. Κι όσο για τα χρήματα που περνούσαν από τα χέρια του, όσα δεν πηγαίνανε σ' άρρωστους και σε πεινασμένους ξοδευόντανε σ' Εκκλησιές και σε Φιλανθρωπικά Καταστήματα.

Τρεις χρόνους αγαπούσα κόρην ώμορφη, Και λόγο δεν της πήρα, κι' ουδέ φίλημα. Μια μέρα 'ςτό ποτάμι την απάντησα· Της κρένω, δε μου κρένει, κι' ουδέ με τηρά, Της ρίχνω ένα λουλούδι, δεν το δέχτηκε, Της ρίχνω το μαντήλι, κρυφοθύμωσε... Με συνεπήρε ο πόνος, μάνα, κι' ο καϋμός· Πεζεύω, 'ςτά πλατάνια δένω τ' άλογο Κι αρπαχτικά την πιάνω και την φίλησα.

Έτσι πήγαινε η δουλειά, όντας μια μέρα το μπεόπουλο της χώρας γυρίζοντας απ' το κυνήγι, πέρασε με τ' ασκέρι του απ' το μύλο κοντά το μεσημέρι. Ο μυλωνάς σα ραγιάς τους δέχτηκε χαρούμενος, θέλοντας μη θέλοντας. Έσφαξε καπόνια κι έστειλε στη χώρα για κρασί. Το μεσημέρι κάθισαν στην τάβλα το μπεόπουλο και τα συντρόφια του καμιά εικοσαριά.

Τονέ δέχτηκε ο Κωσταντίνος φιλικά στην αρχή, κατόπι όμως τον υποψιάζεται και τονέ σκοτώνει . Αυτή την πράξη του μπορούμε ίσως να την πασαλείψουμε με λόγους αυτοκρατορικούς και πολιτικούς, αφού δα δεν υπάρχει και μοναρχική ιστορία δίχως τέτοια παρατράγωδα. Ένα χρόνο κατόπι ξεπαστρεύεται κι ο Γαλέριος από φοβερή αρρώστια.

Η υπηρέτρια εδιάλεξε τον καλλίτερο νέο από τ' Αβδού, πούτον χωριό της· κιο Αγάς τον έστειλε παραγγελία να πάρη την υπηρέτρια του· τον έστειλε μαζή κένα φυσέκι, που σήμαινε «αν αρνηθής, θα σκοτωθής». Ο νέος, εννοείται, δέχτηκε κιο γάμος έγινε. Κουμπάρος ο Μόχογλους με αντιπρόσωπο. Μετά μια δυο μέρες πήγε η νύφη να χαιρετήση τον Αγά. Κιο Μόχογλους της είπε: — Αρέσει σου, μωρή, ο γαμπρός;