United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άιντε, μωρή Λιώ, να στρώσης το σουφρά. Η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα, έβαλε το σουφρά μπρος στη γωνιά κ' άρχισε να μπαινοβγαίνη με τα σιγύρια. Φάγαμε. Ο δρόμος της ημέρας κ' η αποσταμάρα, μας έκαμε να νυστάζουμε όλοι, να βαραίνουν σα μολύβι τα μάτια μας. Έχωσε τη φωτιά η γριά και ξαπλωθήκαμε όλοι αραδωτά.

Έλα δω, μωρή χαμένη! είπε η γριά στη Μαριανθούλα με τρυφεράδα άρρητη. Μη φοβάσαι, κυρά μου, δεν πεθαίνω εγώ πριν έρθ' ο πατέρας σ', ή πριν παντρέψω εσένα! θα ζήσω ως τότε, κι' ύστερα ας παρουσιαστή ο άγγελος του Κυρίου. Πιστεύω να βρη δρόμο κι' ο πατέρας σ' και να μην πάω με την καρδιά καμένη!

Έγνοια σου, θυγατέρα μου, έγνοια σου, Μαργή μου, της είπε πραϋντικώς η χήρα, κεγώ θα μιλήσω του κυρού του. Άκου τον κουζούλακα πράμματα που τα κάνει! Αφού δ' εσκέφθη ολίγον είπε πάλιν ως να εμονολόγει: — Μα εχαλάσαν τα με τσοι Θωμαδιανούς; ... Παράξενο πράμμα! Να σου πω, μωρή παιδί μου, καλός νέος είνε, κιάν είνε αλήθεια και τα 'χάλασε με τη Θωμαδοπούλα ...

Και τρέχοντας σα ζάρκαδος στο μαγεριό φώναξε: — Γριά! έβγα να ιδής το θάμα, γριά! Η κυρά Πανώρια έφτασε, ο Δημητράκης! έβγα να ιδής· οι Μορφόπουλοι στο φτωχικό μας!... — Θε μου και Κύργε μου! αλήθεια; είπε η γριά, κάνοντας το σταυρό της. — Αλήθεια! και ρωτάς ακόμα, μωρή κατσίκα; δεν ανοίς τα στραβά σου να ιδής; είπε δίνοντας της μια τσιμπιά στο μηρί. — Ωχ! έκαμε κείνη σαλτάροντας από τον πόνο.

Μωρή, έλα στο νου σου, και στοχάσου πως όποια θα τόνε 'πάρη το Μανώλη της κλώθει η μοίρα της με το χρυσό σφεντύλι. Καλλίτερο δεν θα βρης σ' ό,τι κι' άνε πης. Η καλή γνώμη στον άντρα είνε το καλλίτερο πράμμα. Ποτέ δε θα σου χαλάση το χατήρι σου. Και θάχης άντρα να τόνε χαίρεσαι, να γεμίζη το σπίτι όντε θα μπαίνη και να τρέμη η γης στο πάτημά του.

Πάραυτα ετόξευσε βλέμμα φοβεράς απειλής προς αυτήν. — Ε! μωρή στριγλίτσα! υπεψιθύρισε μέσα της. Έννοια σου!. . . κ' εγώ σε σιάζω. Ευθύς όμως κατόπιν, εσκέφθη ότι δεν θα εσύμφερε να κάμη λόγο δι' αυτό το πράγμα εις την κόρην της. Διότι εφοβήθη μην της δώση αφορμήν να παραπονεθή εις τον πατέρα της. Και τότε τα πράγματα θα εγίνοντο χειρότερα βεβαίως.

Ίσως τράβηξε κιόλας να πάη να πνίξη κανέναν τότες που ξεκίνησε από το δέντρο που γύρευε ναγκαλιάση σαν του σφάληξε το παράθυρο το κορίτσι. Μωρή, καλά κ' έπαιζαν από την αυγή τα ματόκλαδά μου! Ακούς εσύ, λέει! Λεβέντικες αγάπες ορέχτηκε το παπαδοπαίδι. Κι άμε δεν πάει να φαίνη! Καλά του τάψαλε το κορίτσι, μωρή, όχι σαν και μας, που ξεμυαλιστήκαμε πρι να καλοξέρουμε πούθεέλα, Χριστέ και Παναγιά!

Ήτο ο Στρατής, πραγματικός τώρα και φοβερός με το τουφέκι το οποίον εκράτει και διηύθυνε κατά του Μανώλη. Αλλ' η Πηγή, την οποίαν είχαν αφήσει παραλύσαντες οι βραχίονες του Μανώλη, εστάθη προ αυτού. Προς στιγμήν ο Στρατής εταλαντεύθη αν έπρεπε να τους πυροβολήση και τους δύο. Έπειτα εφώναξε προς την αδελφήν του: — Φύγε, μωρή, να μη σε σκοτώσω και σένα!

ΕΡΜΟΓΕΝΗΣ. Ποιος είτανε του λόγου του; Διαταγή να του ανοίξουν είχεν από πρόσωπο σπουδαίο. . . Αρχή σου κάνω πάντα να μου κουβεντιάσης, μα συ δεν βγάζεις τσιμουδιά!. . . Η βάσις λέει της υγείας είν' ο ύπνος. 'Μένα με ταράζει Η αγρυπνιά ως βλέπεις. Ξέρε το. . . Από μαράζι θε να πάω, άρχοντά μου Όταν έρθη κι' η σειρά μου. Χτυπούν την πόρτα πάλι. Ξύπνησε, μωρή πέρδικα, και πήγαινε ν' ανοίξης. . .

Είχε μια νέα υπηρέτρια χριστιανή και μια μέρα της λέει: — Θες, μωρή, να σε παντρέψω; — Θέλω, αγά. — Διάλεξε τον καλλίτερο Ρωμιό ντεληκανή να σου τόνε βλοήσω.