United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η κάνουλα της μαρμαρένιας βρύσης ξερνούσε ασταμάτηστη το βουνήσιο νεράκι της, δούλευαν ακούραστα τα κομπολόγια των καλογέρων τριγύρω μου, τσικ, τσικ, τσικ. Ένα παιδάκι με το δίσκο γεμάτο ποτηράκια και τη μπουκάλα με το βουνήσιο μουρόρακο, μας φίλευε αραδωτά.

Η ακρογιαλιά άπλονε στενή κατάμακρη λωρίδα, άσπρη από τον κουρνιαχτό, και τα μαγαζάκια και τα καφενεδάκια της γέμιζαν από κόσμο που δροσίζουνταν στην καλοσύνη της βραδιάς. Τα μπαλκονάκια αραδωτά είταν γεμάτα από τ' ανοιχτόχρωμα φορέματα κι από τ' άσπρα μαντήλια των λιγερών. Στην άκρη της θάλασσας σωριάζουνταν στη γραμμή αμέτρητα κρασοβάρελα που τα περίχυνε και τάπλυνε το κύμα.

Ένας νερόμυλος άλεθε εκεί κοντά και το βογκητό του νερού του γέμιζε τη βραδιά από πρόσχαρη μελωδία. Στην άκρη του φειδωτού μυλαύλαυκου, κατάψηλες λεύκες αραδωτά φυτεμμένες, μουρμούριζαν απαλά τραγουδάκια, ένα ήμερο ελαφάκι με χυτό κορμί και με μικρά κουδουνάκια στο λαιμό, πηδούσε ανάμεσα στα χωριατόπουλα, πόπαιζαν στα στρογγυλά αλώνια με ξεφωνητά κι αγριοφωνές.

Άιντε, μωρή Λιώ, να στρώσης το σουφρά. Η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα, έβαλε το σουφρά μπρος στη γωνιά κ' άρχισε να μπαινοβγαίνη με τα σιγύρια. Φάγαμε. Ο δρόμος της ημέρας κ' η αποσταμάρα, μας έκαμε να νυστάζουμε όλοι, να βαραίνουν σα μολύβι τα μάτια μας. Έχωσε τη φωτιά η γριά και ξαπλωθήκαμε όλοι αραδωτά.