United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η κάνουλα της μαρμαρένιας βρύσης ξερνούσε ασταμάτηστη το βουνήσιο νεράκι της, δούλευαν ακούραστα τα κομπολόγια των καλογέρων τριγύρω μου, τσικ, τσικ, τσικ. Ένα παιδάκι με το δίσκο γεμάτο ποτηράκια και τη μπουκάλα με το βουνήσιο μουρόρακο, μας φίλευε αραδωτά.

Καθώς μολογάνε ο Ριζόμυλος είτανε ο καλλίτερος μύλος με μεγάλη κάνουλα, με τριπλές και τετράδιπλες μυλόπετρες, με μαϊντάνια και νεροτριβιά· το νερό ποτέ δεν τούλειπε. Απ' την πολλή δουλειά καταντούσε να περιμένουν μέρες ν' αλέσουν όσο να πάρη αράδα ο κόσμος. Ο Λιάκος ο μυλωνάς, είταν άγιος άνθρωπος, όσο και παλληκάρι. Εκείνα τα χρόνια και τα δυο αυτά πράμματα χρειάζουνταν.

Ξέστρηψα με κόπο την κάνουλα της βρύσης. Ω! συφορά μου! το νερό είχε κοπή. Σηκώνουμαι, σέρνουμαι ακόμα παραπέρα... Δεν θυμάμαι αν είχα πάρει μαζί μου το κορίτσι μου από την κούνια...» Εδώ η αφηγουμένη διεκόπη, και προσεπάθει ν' αναπολήση. Είτα επανέλαβε· «Ναι... όχι, δεν το πήρα μαζί μου... Είχα βγη έξω για προσωρινά.

Μέσ' απ' τις κλειστές πόρτες του μαγαζιού, πίσω στο μικρό περιβολάκι, κάτω απ' τη φουντωτή λεύκα, τρεις χαροκόποι κι' ο παραγυιός του Πέτρου κάνανε την &παρηγοριά&. Ήτανε η τακτική παρέα του μακαρίτη. Μονάχα γι' αυτούς άνοιξε σήμερα η κάνουλα κι' άναψε το τετράγωνο φανάρι, κρεμασμένο από ένα κλαδί της λεύκας. Το σκαμνί του Πέτρου μονάχα ήτανε αδειανό απόψε κ' ένα ποτήρι γεμάτο στη θέσι του.