United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποτέ δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά· τότε μόνον επήγαινε μαζί των, όταν ο παππούς τον έστελνε κάτω από το βουνό να πωλήση εμπόρευμα και ο Ρούντυ δεν έτρεφε καμμίαν ιδιαιτέραν αγάπην εις το εμπόριον· εκείνο διά το οποίον ησθάνετο ευχαρίστησιν, ήτο να αναρριχάται επάνω εις τα βουνά ή να κάθεται κοντά εις τον παππούν του και να τον ακούη να του διηγήται για τα παληά τα χρόνια και για τους ανθρώπους, που κατοικούν τον γειτονικόν τόπον Μάιρινγκεν, που ήτο ο γενέθλιος του παππού τόπος.

Αυτοί έφερναν μαζί τους πολλά ντζοβαϊρικά από κάθε λογής είδη, διά να δειχθούν καλύτερον πως ήτον τέτοιοι. Και μίαν ημέραν που εσεργιάνιζαν εις το Μπαγδάτι είδαν ένα διδαχτήν που εδίδαχνε με μίαν μεγάλην φωνήν εις την αγοράν, και που ήτον πολύς λαός διά να τον ακούσουν. Αυτός έλεγε προς αυτούς με τούτον τον τρόπον.

Γιατί κάνεις τόσα πολλά για με; Γιατί είσαι τόσο καλός μαζί μου; Καλήτερα θα είτανε να μ' άφινες να τραβήξω το δικό μου δρόμο. Αιστάνθηκα πως είχα μπρος μου έναν πόνο, που δεν μπορούσε να μετρηθή ή να ζυγιστή. Αιστάνθηκα μετάνοια γιατί ήθελα να τη βγάλω έξω από τον πόνο και γιατί την άφησα να το παρατηρήση.

Είχαν πάρει κι' αλάτι μπόλικο μαζί τους, για να τ' αλατίσουν για τα Χριστούγεννα. — Τώρα Χριστούγεννα θα κάμουν απάν' στο Στοιβωτό τάχα; είπε μετ' οίκτου η παπαδιά. — Να μπορούσε κανείς να τους έφερνε βοήθεια; εψιθύρισεν ο ιερεύς, όστις εφαίνετο κάτι μελετών μέσα του. Ήτον έως πενήντα πέντε ετών ο ιερεύς, μεσαιπόλιος, υψηλός, ακμαίος και με αγαθωτάτην φυσιογνωμίαν.

Και διατί τρομάζεις, καλέ Σωκράτη, αφού αυτήν την φοράν τουλάχιστον επήρε ωραιότατον δρόμον διά σε ο λόγος μας; Σωκράτης. Αυτό θα το επιθυμούσα, αλλά, σε παρακαλώ, πρόσεξε μαζί μου εις το εξής. Άραγε είναι δυνατόν να κατασκευάση κανείς πράγμα το οποίον ούτε το γνωρίζει ούτε είναι όλως διόλου ικανός να το κάμη; Ιππίας. Διόλου μάλιστα, Και πώς βεβαίως θα ήτο δυνατόν να κάμη ό,τι δεν ημπορεί;

Για αφτό κι' εσένα κλαίω γω με σπλάχνα πληγωμένα, 773 θρηνάω μαζί κι' εμένανε· τι φίλο πια δεν έχω, λόγο καλό δε θ' αγρικώ, τι μ' αποστρέφουνται όλοι775 Έτσι είπε, κι' έκλαιγε έπειτα το πυκνωμένο πλήθος. Και τότε ο γέρο-Πρίαμος στους Τρώες λέει διο λόγια «Τώρα, παιδιά μου, σύρτε πια για ξύλα, δίχως φόβο από καρτέρι των οχτρών.

Αυτό είναι μεγάλη αλήθεια. Και βεβαίως χάριν αυτών εξετάσαμεν και τον συνοικισμόν του Δωρικού στρατοπέδου και τους πρόποδας του Δαρδάνου μαζί με τον παραλιακόν συνοικισμόν, και τους πρώτους εκείνους οι οποίοι εσώθησαν από την καταστροφήν. Ακόμη δε και την προηγουμένην από αυτά συζήτησιν μας περί μουσικής και μέθης και όσα προηγήθησαν ακόμη από αυτά.

Μισοπνιγμένες φωνές, μισοπνιγμένα κλάματα· κάθε τόσο και θυμωμένο ξεφωνητό γυναικήσιο, που ανεβοκατέβαινε μαζί με τις χτυπησιές· μαζί με το ξεφωνητό ανεβοκατέβαινε και το κλάμα. Είταν η μάννα, και την έδερνε τη Σμαράγδα που ξεθαρρεύτηκε τόσο. Ταράχτηκε ο μικρός, δε βαστούσε να τακούγη το σπαραχτικό αυτό φωνοκόπι. Του τάσκιζε τα συκώτια του. Αποτραβιέται σε κάτι μυρτιές μέσα μονάχος, αθώρητος.

Σε ποιον, σε ποιον άλλονε παρά &Σε Σένα&, της Ζωής μου και της Ψυχής άγγελέ μου παρήγορε, που στα γλυκόλαλά σου τα νανουρίσματα, στα παραμύθια σου τα πανώρια, — της φαντασίας σου και της Μάνης μας ξόμπλια αχτιδοΰφαντα, — ανάθρεψές μου το νου, το αίοθημα ανάστησές μου, εφύσηξες μέσα μου, με την τρανή την ψυχή σου μαζί, τον έρωτα τον απέραντο στην Αθάνατη τη Λαλιά Σου;

Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτο μάλλον φιλικός και με την συναίνεσιν της Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγος της επεθύμει μάλλον να γείνη μοναχός. Ο Φραγκούλης ενθυμείτο την τελευταίαν σύστασιν της Κούμπως: «με την μητέρα μαζί». Μόνον έν παροδικόν πείσμα του είχεν έλθει.