United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Να συντρίβω, να κρατώ πιασμένους, είναι η δύναμίς μουέλεγε «Ένα ωραίο αγόρι μου έκλεψαν, ένα αγόρι, που το εφίλησα, αλλά δεν το εφίλησα νεκρόν. Επανήλθε πάλιν μεταξύ των ανθρώπων, βόσκει τας αίγας επάνω εις το βουνό, αναρριχάται προς τα επάνω, πάντοτε υψηλότερα, μακράν από τους άλλους, όχι όμως από εμέ! Είναι ιδικόν μου! Το έχω διά τον εαυτόν μου

Εκεί επάνω ευρέθη μόνη η αδελφή του η Αμέρσα, παιδίσκη δεκαεπτά ετών τότε, ήτις ετρόμαξεν άμα τον είδε ν' αναρριχάται εις την κλαβανήν με τοιούτον αλλόκοτον τρόπον. Είχεν ακούσει κάτω τα βήματα και τας βλασφημίας των δύο χωροφυλάκων.

Αλλά η ιδιότροπος και δυσυπότακτος φύσις του εφαίνετο αποστρεφομένη την τακτικήν εργασίαν και βδελυττομένη τον ζυγόν. Επροτίμα να αναρριχάται εις τους βράχους της Ακροπόλεως προς αναζήτησιν φωλεών κιρκινεζίων, και να παίζη αμπάριζαν εις το Στάδιον, οπού διέπρεπον η κορδέλλαις του, παρά να κάθηται ώραν πολλήν εις τα θρανία του σχολείου.

Ο είς των χωροφυλάκων ύβρισε τον βοσκόν. — Ψέμματα λες! εγώ την είδα!. . , Ούτος επέμενεν ότι είχεν ιδεί τον ήσκιον, τον «διακαμόν» ή το «διάνεμα», καθώς έλεγε, της γραίας ν' αναρριχάται ως γάττα εις το ύψος του κρημνού. Ο άλλος δεν είχεν ιδεί ούτε ισχυρίζετο τίποτε. Ο πρώτος, με τα τσαρούχια του εδοκίμασε ν' αναρριχηθή εις τον βράχον.

Ποτέ δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά· τότε μόνον επήγαινε μαζί των, όταν ο παππούς τον έστελνε κάτω από το βουνό να πωλήση εμπόρευμα και ο Ρούντυ δεν έτρεφε καμμίαν ιδιαιτέραν αγάπην εις το εμπόριον· εκείνο διά το οποίον ησθάνετο ευχαρίστησιν, ήτο να αναρριχάται επάνω εις τα βουνά ή να κάθεται κοντά εις τον παππούν του και να τον ακούη να του διηγήται για τα παληά τα χρόνια και για τους ανθρώπους, που κατοικούν τον γειτονικόν τόπον Μάιρινγκεν, που ήτο ο γενέθλιος του παππού τόπος.

Ο Ρούντυ ηναγκάζετο άλλοτε να αναρριχάται και άλλοτε να βαδίζη· τα μάτια του ακτινοβολούσαν από μεγάλην χαράν και εβάδιζε τόσον στερεά με τα οδοιπορικά του βουνού υποδήματά του τα επιστρωμένα με σίδερα, 'σάν να έπρεπε σε κάθε βήμα του να αφήση ένα σημάδι.

Ας ήτο μικρός ο Ρούντυ, είχεν έργον να βόσκη της κατσίκες· και ήτο καλός φύλαξ, αφού ήξευρε να αναρριχάται μαζί των, όπως και αυταί.

Αλλά αυτός δεν είχε μάθει να αναρριχάται και εκινδύνευσε να πέση, κατακέφαλα μέσα εις το ρεύμα· όμως την εγλύτωσε με βρεμένα μανίκια και πιτσιλισμένα τα πανταλόνια· μουσκεμένος και με ιλύν πιτσιλισμένος έφθασε κάτω από το παράθυρον της Μπαμπέττας· εδώ εσκαρφάλωσε επάνω εις την γηραιάν φιλύραν και ήρχισε να μιμήται την φωνήν της κουκουβάγιας, γιατί δεν εγνώριζε κελάιδημα άλλου πουλιού να μιμηθή.