Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Ούτε η σύλληψις του Καγκάλου, τον οποίον ισχυρόν απόσπασμα χωροφυλάκων έφερε σιδηροδέσμιον, ούτε η πανήγυρις την οποίαν ήγον σήμερον, Δευτέραν της Λαμπρής, συνεκίνει τους κατοίκους της Βουνιχώρας.
Δεν ήθελε να γνωσθή ότι ο υιός της είχε μαχαιρώσει την αδελφήν του. Εις όλας τας καλοθελητρίας, μεταξύ των γειτονισσών, όσαι την ηρώτων, πότε μετά προσποιητής αγανακτήσεως, πότε μετά γέλωτος βεβιασμένου, διέψευσεν ότι ο Μούρος είχε τραυματίσει την κόρην της. Ενδιεφέρετο προ πάντων να μάθη αν ο Μητρός θα εγλύτωνεν από τας χείρας των χωροφυλάκων, και ας επήγαινεν εις το έλεος του Θεού!
Ουδένα φόβον δε είχον μήπως αναγνωρισθώσι καθ' οδόν υπό των εγχωρίων, διότι εν εκείναις ταις ημέραις λησταί κ' επαναστάται περιεφέροντο ως μαύροι κόρακες εις τα βόρεια της Ελλάδος σύνορα, δεν ήτο δε παντάπασιν απροσδόκητος η αιφνιδία εμφάνισις χωροφυλάκων, καταδιωκόντων ληστάς, κ' ενίοτε ληστών, καταδιωκόντων χωροφύλακας.
Εκ των δευτέρων τούτων ήσαν οι τέσσαρες αλήται με τας στολάς των χωροφυλάκων, οίτινες, ενώ οι άλλοι οι αληθείς πολεμισταί μετά την προκήρυξιν του υπουργείου Μαυροκορδάτου επανήλθον εις το ελληνικόν, εξηκολούθουν να περιφέρωνται περί τα πλούσια χωρία του Πηλίου ως λύκοι περί τας πολυάρνους μάνδρας, οσφραινόμενοι πού ήτο δυνατόν να περιτύχωσιν ακίνδυνον λείαν.
Παράφορον και αλαλάζον πλήθος εφώρμα κατά πλήρους ανθοδεσμών τιθρίππου, απωθούμενον υπό των χωροφυλάκων και των αστυνομικών κλητήρων, των οποίων αντηχούν αι επιταγαί διαλύσεως, εκρότουν αι μάστιγες και ήστραπτον τα ξίφη.
Η Φραγκογιαννού είχε καθίσει να λάβη αναψυχήν πλησίον της δροσεράς πηγής, εστήριξε την κεφαλήν εις την χείρα της, εφαίνετο βυθισμένη εις λογισμούς, και συγχρόνως «αυτιάζετο», κ' έτεινε το ους, φανταζομένη κατά πάσαν στιγμήν ότι ήκουε βήματα των χωροφυλάκων. Ο πάτερ Ιωάσαφ ήλθε να γεμίση ένα σταμνίον ύδατος, και ιδών την Φραγκογιαννού την εκαλημέρισε.
Οι χωροφύλακες τον κατεζήτουν επί ημέρας, αλλ ουδαμού τον εύρον. Ευθύς τότε μετά τας ερωτήσεις των χωροφυλάκων, εις τας οποίας απήντησεν όπως απήντησεν η Αμέρσα, άμα έφθασεν η μήτηρ εις την οικίαν, ηύρε την κόρην τυλιγμένην εις το πάπλωμα, κάτω νεύουσαν, και πολύ χλωμήν εκ της λιποθυμίας την οποίαν είχε φέρει η ροή του αίματος.
Και τότε είς των χωροφυλάκων σπεύσας έκλεισε και ησφάλισε την πύλην του Μοναστηρίου. — Ο πορτάρης! εκραύγασεν αίφνης ο αρχηγός. Πού είνε ο πορτάρης; Και έβλεπε περιδεής δεξιά και αριστερά. Ο θυρωρός είχε γείνει άφαντος. Ο λήσταρχος — διότι ενώπιον ληστών ευρισκόμεθα — έγεινε τότε έξω φρενών, κτυπών βαρβάρως τους δεσμίους. — Τα χρήματα! εφώναζε. Τα χρήματα! επανελάμβανεν.
Εκεί επάνω ευρέθη μόνη η αδελφή του η Αμέρσα, παιδίσκη δεκαεπτά ετών τότε, ήτις ετρόμαξεν άμα τον είδε ν' αναρριχάται εις την κλαβανήν με τοιούτον αλλόκοτον τρόπον. Είχεν ακούσει κάτω τα βήματα και τας βλασφημίας των δύο χωροφυλάκων.
— Δεν είνε άλλοι; ηρώτησεν ο αρχηγός των χωροφυλάκων. — Όχι γενναιότατε, απήντησεν ο ρινόφωνος αρχοντάρης, χαίρων διότι επέτυχεν εις τον τίτλον, δι' ον τόσην ώραν εσυλλογίζετο. Δυο τρεις φορές του ήλθε να τον ονομάση ενδοξότατον, αλλά δεν του εφάνη καλόν, άγνωστον διατί. — Προσέξετε, είπε μετά φωνής σθεναράς ο αρχηγός. Μήπως απεκρύψατε κανένα; — Θα έλθουν τώρα;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν