United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν εξύπνησα εύρον πλησίον μου, όπως και προηγουμένως, ένα άρτον και μίαν κανάταν νερού. Εδίψων φοβερά, και εξεκένωσα την κανάταν μονορρούφι. Το νερό θα είχε ναρκωτικόν μέσα, διότι μόλις το ήπια κατελήφθην από ακαταμάχητον ύπνον. Βαθύς ύπνος με εβάρυνεν, όμοιος με τον ύπνον του θανάτου.

Α’. ΦΥΛΑΞ. Ένας χωρικός ο οποίος της έφερε σύκα. Να το καλάθι. ΚΑΙΣΑΡ. Λοιπόν εδηλητηριάσθησαν; Α’. ΦΥΛΑΞ. Η Χάρμιον αυτή, Καίσαρ, έζη προ ολίγων ακόμη στιγμών ήτον ορθία και ωμίλει· εύρον αυτήν διορθώνουσαν το διάδημα της νεκράς κυρίας της· έπειτα ήρχισε να τρέμη και παρευθύς έπεσεν. ΚΑΙΣΑΡ. Οποία ευγενής αδυναμία!

«&Δεκεμβρίου 17&. Εγερθείσα σήμερον την πρωίαν εύρον επί της τραπέζης της αιθούσης ημών ογκώδη ανθοδέσμην, πιθάριον ελαιών της Κορώνης, καπνιστά οψάρια του Μεσολογγίου και δέσμην εντύπων φυλλαδίων.

Μετά πολυχρόνιον αποδημίαν περιηγηθείς εσχάτως την Ήπειρον, μετέβην και εις την κωμόπολιν του Γεροστάθου, όπου τόσαι γλυκείαι αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας θερμώς μ' επροσκάλουν. Αλλά την μεν κωμόπολιν εύρον σχεδόν έρημον ζητήσας δε με πάλλουσαν καρδίαν το σχολείον και την οικίαν του γέροντος, δεν εύρον ειμή ερείπια.

Εύρον οι Φιλικοί την ιδέαν ταύτην βαθέως ερριζωμένην εν τοις σπλάγχνοις της φυλής και επεχείρησαν να την καλλιεργήσωσι καταβαλόντες προσπαθείας γιγαντώδεις προς πραγματοποίησιν αυτής.

Αλλ' ο γνωστός ήχος ιπποδρομικού εμβατηρίου έστρεψε την προσοχήν μου και το βήμα μου προς την Πύλην του Αδριανού, όπου αι επελθούσαι μεταβολαί μετέθεσαν το λαϊκόν θέατρον. Εκεί εις μίαν μάνδραν ευρύχωρον εύρον τον κοσμάκην παραδεδομένον εις τας προσφιλείς του τέρψεις και χειροκροτούντα τον εαυτόν του.

Αίφνης ο Καίσαρ ωρθώθη, ανέτεινε την χείρα και απήγγειλεν: «Εκδίκησιν διψώσιν αι καρδίαι, θύματα δε η εκδίκησις διψά» . . . . Έπειτα λησμονήσας το παν ανέκραξε, με ακτινοβόλον όψιν: — Δόσατέ μου τας πινακίδας μου και κάλαμον, ίνα σημειώσω τους στίχους τούτους! Ποτέ ο Λουκιανός δεν έγραψε παρομοίους. Παρατηρήσατε ότι τους εύρον εν ριπή οφθαλμού. — Ω ποιητά απαράμιλλε! ηκούσθησαν φωναί.

Δεν είξευρον αν έπρεπε να μεταβάλω τακτικήν και ναπαντήσω μετ' ευθύτητος ή να εξακολουθήσω την πολεμικήν τέχνην του ψεύδους μετερχομένη και νυν ότε αύτη κατέστη ήδη όλως περιττή και ανωφελής. Επροτίμησα να μη απαντήσω το παράπαν εις την ερώτησιν του αγνώστου, και τούτο εύρον κάλλιστον μέσον προς εκδίκησιν.

Και όμως υπό τοιαύτην ιδιότητα, φαίνεται, ευρέθηκα επί της προκυμαίας... της Νέας Υόρκης, υποθέτω, διότι δεν είχα κανένα πρόχειρον Μπέδεκερ, και οι διαβάται, στρατιωτικοί και μη με προσηγόρευον «συνταγματάρχην» — Μόρνιγγ, κόρνελ! Φαίνεται δε ότι ο τίτλος ούτος μ' εξέπληξεν ολίγον, διό και εξήτασα εις το πλευρόν μου και εύρον ανηρτημένον, ως ξίφος, το μπαστούνι μου!

Κατέσχον όσα μαχαίρια και κουμπούρια εύρον εκεί, όπως και τον τροχόν, και δύο άλλας μικράς ακόνας και ητοιμάζοντο να εξέλθουν ίσως διά να φύγουν, ίσως και διά ν' ανέλθουν επάνω εις την οικίαν. Ο Μούτρος ή Μούρτος, επάνω στο πάτωμα, ήτον πλήρης οργής, μεθύων ακόμη, και αφρισμένος. Εφύσα από μανίαν και λύσσαν.