United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Γεροστάθης μετά τους λόγους αυτούς παρήγγειλε τον γέροντα να τω στείλη εις την οικίαν δύο καλάθια. Εν τούτοις το εύθραυστον του κλώνου, το άθραυστον του δεματίου, οι χριστιανικοί λόγοι του Γεροστάθου, και κυρίως η ζώσα πραότης του ανδρός, κατέστησαν βαθμηδόν και ημάς πράους, ειρηνικούς, ευπροσηγόρους και ως αδελφούς ηγαπημένους.

Αυτά συχνάκις επανελάμβανεν ο Γεροστάθης μ' όλην την χαρακτηρίζουσαν αυτόν πραότητα και γλυκυτάτην εκφραστικότητα. Ημέραν τινά, περιδιαβάζοντες μετά του Γεροστάθου εις την εξοχήν, είδομεν γέροντα, όστις έκοπτε κλώνους ιτέας. Ο Γεροστάθης μας ωδήγησε προς τον γέροντα, τον οποίον χαιρετίσας φιλοφρόνως ηρώτησεν εις τι καταγίνεται. — Κόπτω κλώνους διά να πλέξω καλάθια, απεκρίθη ο γέρων.

Οι συντάξαντες το επιτύμβιον τούτο συνένωσαν εντός αυτού τα δύο μεγάλα παραγγέλματα του Ευαγγελίου μετά των περί Σωκράτους λόγων του Ξενοφώντος. Φαίνεται δε ότι ηθέλησαν ούτω ν' αποδείξωσιν ότι εις την καρδίαν του Γεροστάθου συνηνούτο ο Χριστιανισμός μετά του Ελληνισμού, ως συνήνονεν αυτούς το επί του τάφου του μάρμαρον.

« Αγάπα τον πλησίον σου, ποτέ μη αδικήσης, « Και έσο ευεργετικός, διά να ευτυχήσης. » ~~~~~~~~~~ ΕΝΩ ημέραν τινά ήμεθα όλοι συνηγμένοι εις την αυλήν του σχολείου, και εγυμναζόμεθα, παρόντων των διδασκάλων και του αγαθού Γεροστάθου, συνέβησαν τα ακόλουθα μεταξύ του συμμαθητού μας Παύλου και της αδελφής του Ευφροσύνης.

« Τρεις είν' αι θείαι χάριτες της ελεημοσύνης, »Κ' αι τρεις ωραίαι ως το φως της ιλαράς σελήνης. »Παρηγορία του πτωχού, και ηδονή γλυκεία »Του ελεούντος, και Θεού εξ ύψους ευλογίαΉτο ημέρα Σαββάτου ότε, τελειώσαντες ενωρίς τα μαθήματα του σχολείου, απήλθομεν εις την οικίαν του αγαθού Γεροστάθου.

Ότε δε εγένοντο γνωστά εις την κωμόπολιν τα της διαθήκης, έτι μάλλον αξιαγάπητος κατέστη η μνήμη του αγαθού Γεροστάθου· διότι εκ της διαθήκης αυτού ανεφάνη ότι ουχί μόνον ζων, αλλά και μετά θάνατον ηθέλησε να εξακολουθήση ευεργετών τους συμπολίτας αυτού. Την κηδείαν του Γεροστάθου δεν συνώδευσαν ούτε τύμπανα και μουσικαί, ούτε αρχιερείς και ιερέων στίφη, ούτε στρατιώται και νεκρικοί πυροβολισμοί.

Εγελάσαμεν διά την παράδοξον ταύτην ερώτησιν του Γεροστάθου και λαβών τις εξ ημών τον κλώνον, έσπασεν αυτόν αμέσως διά των δύο δακτύλων του. Τότε ο Γεροστάθης επήρεν εις την παλάμην του πολλούς κλώνους, τους οποίους αφού περιέδεσε διά λεπτού σχοινίου, μας ηρώτησεν αν δυνάμεθα να σπάσωμεν και το δεμάτιον τούτο. — Όχι βέβαια, απεκρίθημεν, πώς είναι δυνατόν να σπάσωμεν αυτούς, ηνωμένους όλους ομού;

Ημέραν τινά, ότε εξήλθομεν μετά του Γεροστάθου εις περίπατον, ο Φίλιππος και ο Ανδρέας, συνδιαλεγόμενοι και βραδέως περιπατούντες, έμειναν όπισθεν ημών, οίτινες προχωρήσαντες είχομεν αναβή επί της κορυφής ωραίου λόφου.

Μετά πολυχρόνιον αποδημίαν περιηγηθείς εσχάτως την Ήπειρον, μετέβην και εις την κωμόπολιν του Γεροστάθου, όπου τόσαι γλυκείαι αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας θερμώς μ' επροσκάλουν. Αλλά την μεν κωμόπολιν εύρον σχεδόν έρημον ζητήσας δε με πάλλουσαν καρδίαν το σχολείον και την οικίαν του γέροντος, δεν εύρον ειμή ερείπια.

Έκτοτε δε τακτικώτατα και μετά του κανδυλανάπτου ειργάζετο εις τα της Εκκλησίας, και εις τον νάρθηκα καθ' εκάστην αυγήν υπό του Πέτρου εδιδάσκετο. Ουδείς δ' εγνώριζε την μυστικήν ταύτην ελεημοσύνην του Πέτρου, μέχρις ου τυχαίως μετά του Γεροστάθου ανεκαλύψαμεν αυτήν κατά την ημέραν εκείνην.