United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μεν εντός της μεγάλης σκαμπαβίας, στερεωμένης εν μέσω του καταστρώματος, ο δε δίπλα της, απ' έξω υπό την μάσκαν της, ως υπό στέγην, ο δε υπό το υπόστεγον της πρώρας και άλλος υπό την δρόσον του πλατέος τρίγκου του πλέον χαμηλού ιστίου, ως υπό τους κλώνους πυκνοφύλλου πλατάνου.

Και μου είναι ωσάν απάνω μου τους κλώνους νάχης ρίξει, όπως μια μέρα θ' απλωθής σε αξύπνητη σιγή, όταν στα μάτια τα κλειστά λευκό μπροστά θ' ανοίξη το φως της η ασυννέφιαστη που θα χαράξη αυγή Με ορμή χύνεται ο άνεμος στις λεύκες και βουίζει κι είναι η βοή σα θάλασσας που άγρια στο βράχο σπα, κι η κορυφή ως λυγά λευκή και πράσινη ως γυρίζει, κύμα θαρρείς που ανάερα τον άυλο αφρό σκορπά.

Κείνοι ετράβηξαν τον ανήφορο, κι' αυτός εκρύφθη μέσ' το ορμάνι. Κείνοι εκύτταζαν τον δρόμο τους, κι' αυτός είχε το μάτι κολλημένο στον πεύκο. Σαν αλαργάρισαν εκείνοι, αυτός εζύγωσε, κι' ανέβη αλαφρός στο δένδρο, κ' εκαβαλλίκεψε στους κλώνους, κ' εξεκρέμασε κείνο που εφαίνετο σαν δισάκκι αραχνιασμένο, μια χαρά, και το δισάκκι σάπιο έρρεψε όλο, και τα κολοννάτα πετάχθηκαν σωρός, κάτω στο χώμα.

Τι πρώτος καθώς έρχουνταν, τα στήθια, στο δεξύ του 480 κοντά βυζί, του τρύπησε, κι' αντίκρυ το κοντάρι βγήκε ως στον ώμο, κι' έπεσε στη γης ο νιός, σα λέφκα που σε πλατύ είναι και χλωρό λιβάδι φυτρωμένη, γλιστρή, με κλώνους στην κορφή ψηλά ψηλά απλωμένους, κι' αμαξοφτιάστης σύριζα με το μπαλτά την κόφτει, 485 τι θέλει σ' όμορφου αμαξιού κουτί να βάλει γύρο, κι' αφτή στην ακρορεματιά ξεραίνεται στρωμένη· όμιο με λέφκα ξάπλωσε το Σημοήσο ο Αίας, θρέμμα του Δία.

Τόση χιών, επειδή ήτο νηνεμία καθ' όλην την νύκτα, είχε συσσωρευθή εις τους πυκνοφύλλους κλώνους των, ώστε ούτοι λυγίσαντες προς τα κάτω κατεχώσθησαν κατά πρώτον κ' εκαρφώθησαν στερεώς κάτω εις την παχείαν του εδάφους χιόνα, είτα και άλλης χιόνος συσσωρευθείσης δεν αντέσχον κ' εθραύσθησαν γηραιοί και ογκώδεις κλώνοι, ξεγκλισθέντες οικτρώς από των κορμών.

Τα πιώτερα φύλλα γλυκόπαιζαν ακόμα τόνα με τάλλο απάνω στους κλώνους. Πλάγιασε η Ασήμω ανάστηθα και ξέννοιαστα, και κοίταζε την ολοπράσινη στέγωσή της, αναγυρισμένα τα δυο της μπράτσα ζερβόδεξα, και τα δάχτυλα μπλεγμένα απάνω στην αναμαλλιασμένη κορφή της.

Το αέρι, μοναχά το αέρι κι εδώ ας σου τραγουδήση τώρα, έτσι όπως της αυγής την ώρα σιγά στους κλώνους ψιθυρίζει, έτσι όπως χύνεται σαν μπόρα κι αφρούς τη θάλασσα γεμίζει.

Άμα έφθασα, ερρίφθην επί της χλόης, εκυλίσθην επάνω εις παπαρούνες και χαμολούλουδα. Αλλ' όμως ησθανόμην κρυφήν ευτυχίαν, ονειρώδη απόλαυσιν. Ερρέμβαζον αναβλέπων εις τους κλώνους της τους κραταιούς, και ανοιγόκλειον ηδυπαθώς τα χείλη εις την πνοήν της αύρας της, εις τον θρουν των φύλλων της.

Μετ' ανυποκρίτου χαράς επήδησεν ο Ζακχαίος από τους κλώνους της συκομορέας, και έδειξε την οδόν εις την οικίαν του. Αλλ' οι γογγυσμοί του πλήθους υπήρξαν βαθείς και ομόθυμοι.

Λέγε μου ωστόσο γέροντα που σου ταιριάζει πρώτα απ’ τους άλλους να μιλής: η αιτία ποια να ’νε που ήλθατ’ εδώ στεφανωτοί με δάφνης κλώνους; Για ένα κακό που πάθατε ή μήπως γι’ άλλο που προσδοκάτε; πρόθυμος να σας βοηθήσω. Γιατί θενά ήμουν άσπλαχνος αν δεν λυπούμουν αξιολύπητους όπως εσάς ικέτας.