United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν έφθασαν εις τον πεύκον του Ματαρώνα, ανέτειλε και η σελήνη εκ του βουνού, μεγάλη, στρογγύλη, πανσέληνος, ως πρόσωπον νεράιδας νυκτερινής. Κ' εφωτίσθη μετ' ολίγον πραέως και μελιχρώς η οδός, ο κάμπος του ελαιώνος πέραν, και κάτω εις την άκραν η πολίχνη, λευκή-λευκή, ως σωρός λευκολίθου.

Αλλ' ο σωρός εκείνος των παντοειδών και αψύχων πραγμάτων διά της αφώνου και πενθίμου στάσεως του, ωμίλει ευγλωττότερον εις την γρηά-Γαλανήν. Έκαστον τούτων ωμοίαζε με βιβλίον, το οποίον περιείχε και μίαν της ζωής της περίοδον.

Και χύθηκε ο στρατός τότ' όξω απ' τα καράβια. Πώς οχ τον ουρανό πυκνά πέφτουν τα χιόνια κάτου, ψυχρά, από Θρακοδρόλαπα βοριοσταλμένου φύλλο, τότε έτσι λαμπρογιάλιστα πλήθος μεγάλο κράνα όξω απ' τα πλοία πρόβαιναν, και πρόβαιναν ασπίδες, 360 σωρός κοντάρια φράξινα, και δίχουφτα τσαπράζα. Η λάμψη πάει μεσούρανα, γελούνε γύρω οι κάμποι απ' τη φεγγιά· και των αντρών αντιβροντάει το βήμα.

Οι υετοί ήρχισαν να παρασύρουν έν προς έν του αρχοντικού οίκου τα στολίσματα, τα οποία δεν αντικαθίσταντο καθώς τα φεύγοντα του ανθρώπου έτη, το κάλλος και η υγεία. Το μέγαρον εγήρασεν. Ένας σωρός και αυτό λίθων και πλίνθων και ξύλων. Ο βορράς εσύριζε τον χειμώνα, εισορμών βιαίως διά των θραυσθέντων παραθυροφύλλων.

Κι' εκεί που τον κυνήγαε αφτός στο σταροβγάλτη κάμπο, λίγο ενώ ομπρός του ξέτρεχεκαι τον γελούσε ο Φοίβος με τέχνη, που έτσι να θαρρεί πως θα τον πιάσει πάντα605 τότες φεβγάλα οι Τρώιδες φτάνουν σωρός στο κάστρο χαίροντας πια, και γιόμισε το κάστρο τρυπωμένους.

Εσώριαζε απάνω στη μνήμη του βαρειά και κοφτερά τ' αγκωνάρια της αρχαίας· ως που εκείνη πληγωμένη και άρρωστη έπεφτε κάτω σαν το βαρυφορτωμένο ζω. Τότε πιο άρρωστος εκείνος από τη μνήμη του ξαπλωνότανε στον καναπέ με το κεφάλι στα χέρια, ένας σωρός από κρέας και κόκκαλα. Στην ίδια κατάσταση βρίσκεται και σήμερα. Μα τώρα δεν είνε μόνος. Μαζί του κάθουνται τριγύρω στο τραπέζι και τρεις άλλοι κύριοι.

Κι άμα πια σαν κρύφτηκαν στον πρώτο κάβο πέρα αγάλι' αγάλια τα μαύρα πλευρά του βαποριού, και χάθηκαν τ' άσπρα μαντηλάκια, κ' η θάλασσα απόμεινε σαν πρώτα ελεύθερη και γαλάζια, πικρά σάλευσε τότε όλος εκείνος ο σωρός από μαννάδες και γυναίκες, απ' αδερφές, απ' αρραβωνιασμένες κι αγαπητικές, από ξαδέρφες και κουμπάρες, που από κείνη τη βραδιά θ' απόμειναν σα γύριζαν στα χωριά τους χρόνια ολάκερα μοναχές, και χωρισμένες από τα λεβεντόπαιδά τους, που ξενητεύουνταν πρώτη φορά από τον τόπο τους, που έφευγαν για το στρατό.

Εσκεπτόμην, ίσως ήτο πρόσφορος η στιγμή να δοθή ένα τέλος. Δεν ήτο άλλος καταλληλότερός μου και αφού θα τα μάθη μια μέρα, γατί να μην τα μάθη τόρα ευθύς; — Πάμε μέσα, του είπα έξαφνα. Και διηυθύνθημεν προς το σπιτάκι του θυρωρού, όστις έλειπεν ευτυχώς. Εκεί πλησίον εις μίαν γωνίαν υψούτο μέγας σωρός κεράτων. — Η πραμάτεια, με είπε πάλιν γελών.

Ακίνητος ο γύφτος Το φοβερό το σύνεργοτα χέρια του εκρατούσε, Του Χάρου παραβλάσταρο, του τάφου σημαδούρι. Εμπρός του, πίσω του βαθειά, διχαλωτοί δύο ψήσταις Μπηγμένοι βρίσκονταιτη γη. Ο πρώτοςτο κεφάλι, Ο δεύτεροςτην ποδαριά. Σωρός χλωρά κλονάρια, Και θράκια που ξεσπίθιζαν... Το δένδρο παραστάτης. »Πλάστη μεγαλοδύναμε!

Ο καντηλανάφτης με πήγε σ' ένα τζαμί εκεί κοντά, που φαίνονται ακόμη μερικά ψηφιδωτά χριστιανικά στο ταβάνι, αλλ' ο χότζας είχε φύγει και κανείς άλλος δεν μπορούσε ν' ανοίξει την πόρτα της παλιάς εκκλησίας. Ακούω φωνές, και τρέχει ο κόσμος, σωρός, παιδιά και άνδρες Τούρκοι. Λέγει ο καντηλανάφτης: «Πυρκαϊά».