Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Από λόγο σε λόγο, από δέντρο σε δέντρο, βρέθηκαν ακόμα παραόξω, κρύφτηκαν από τους γέρους, κι άλλο πια δεν έβλεπαν του σπιτιού παρά ταπάνω τα παράθυρα. Κυνηγούσανε πεταλούδες, παραμόνευαν πουλιά, γυρεύανε να ξετρυπώσουν τον τζίτζικα που τους ξεκούφαινε από παράμερη συκαμινιά, κι απάνω σ' αυτή τη λαχτάρα τους ήρθε να σκαλώσουν το δέντρο και να δούνε τον τζίτζικα.
Σε λίγο, που κρύφτηκαν κι' αυτοί πίσω από μια ραχούλα, ο Γκεσούλης άρχισε να γυρίζη γλήγορα-γλήγορα το κεφάλι του, πότε προς το δρόμο, που είχε πάρει ο Ξενιτεμένος, και πότε προς το δρόμο του χωριού, σαν πετροπέρδικα, που φοβάται να μην τη σκιώση το γεράκι. Τέλος έκανε τίναγμα ξαφνικό και ρούπησε κατά το δρόμο του Ξενιτεμένου! Πέρασαν τέσσερα χρόνια ολάκαιρα από τότε.
Ωρκίστικα ότι, άμα το ξαναϊδώ, έστω κι' αν πρόκειται να χαθώ, θα κάνω ό,τι μου πης, είτε γνωστικό είτε τρέλλα είναι. Φρονιμάδα ή τρέλλα, — να με! Πάρε με, Τριστάνε!» Έπεσε λιποθυμισμένη στο στήθος του φίλου της. Όταν συνήλθε, ο Τριστάνος την κρατούσε αγκαλιασμένη και φιλούσε τα μάτια της και το πρόσωπό της. Κρύφτηκαν πίσω από το παραπέτασμα. Κρατεί την Βασίλισσα στα χέρια του.
Κι άμα πια σαν κρύφτηκαν στον πρώτο κάβο πέρα αγάλι' αγάλια τα μαύρα πλευρά του βαποριού, και χάθηκαν τ' άσπρα μαντηλάκια, κ' η θάλασσα απόμεινε σαν πρώτα ελεύθερη και γαλάζια, πικρά σάλευσε τότε όλος εκείνος ο σωρός από μαννάδες και γυναίκες, απ' αδερφές, απ' αρραβωνιασμένες κι αγαπητικές, από ξαδέρφες και κουμπάρες, που από κείνη τη βραδιά θ' απόμειναν σα γύριζαν στα χωριά τους χρόνια ολάκερα μοναχές, και χωρισμένες από τα λεβεντόπαιδά τους, που ξενητεύουνταν πρώτη φορά από τον τόπο τους, που έφευγαν για το στρατό.
Ο ένας ωραίος και διατηρημένος καλά, όπου θα περνούσε η βασιλική συνοδεία, ο άλλος παραμελημένος και γεμάτος πέτρες. Ο Τριστάνος κι' ο Καερδέν ετοποθέτησαν σ' αυτόν τους δυο ιπποκόμους: θα τους περίμεναν εκεί, φυλάγοντας τ' άλογα και της ασπίδες. Οι ίδιοι τρύπωσαν μέσ' το δάσος και κρύφτηκαν σε μια συστάδα δέντρων και βάτων.
Η πόρτα άρχισε να τρίζη κι ο μύλος να χορεύη. Άξαφνα το καρυοφύλλι του γέροντα από πάνω άρχισε ν' αστράφτη και να σκούζη σαν πεινασμένο θεριό. Τα βόλια του μυλωνά αλάθευτα ξάπλοναν κι απόνα Τουρκαλά στο κατώφλι του. Μα οι Τούρκοι, ένας έπεφτε, δυο χύνουνταν στην πόρτα, όσο που απόδωσαν και κρύφτηκαν στα πλατάνια δαιμονισμένοι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν