Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Ο Αντίππας παρετήρησε τον Μαναή και του έκαμε νεύμα να φύγη, εν ώ ο Βιτέλλιος με την στάσιν του εδείκνυεν ότι αυτά τα πράγματα δεν τον ενδιέφερον. Οι Φαρισαίοι καθήμενοι επί των τρικλινίων των εμαίνοντο ως δαιμονισμένοι. Συνέτριβον τα πινάκια τα οποία είχον έμπροσθέν των. Τους είχον δώσει να φάγουν τα ονομαστά ορεκτικά του Μαικήνα, από άγριον όνον, έν κρέας ακάθαρτον.

Τα καβαλούσαν νέοι με φλογάτα πρόσωπα, όλο αίμα, κοπέλες χλωμές που έκρυβαν το πάθος όπως τ’ αναμμένα κάρβουνα στη χόβολη, και ανάπηροι, τρελοί, δαιμονισμένοι, όλοι με μάτια γεμάτα ζωή και θάνατο. Ο Έφις είχε αποτραβηχτεί λίγο από την εκκλησία, σ’ ένα μέρος που δεν περνούσε πολύς κόσμος.

Χωλοί επεριπάτησαν, κωφοί ήκουσαν, άλαλοι ωμίλησαν, τυφλοί ανέβλεψαν, δαιμονισμένοι εθεραπεύθησαν. Δεν κάμνεις ένα αγιασμό; Εγώ πληρόνω τον παπά. Το βράδυ επήγαμε εις το κελλί του παπά-Σεραφάκου, να κάμω αγιασμόν, να με διαβάση ο παπά-Σεραφάκος, να με σταυρώση με την Παναγίαν. Ήμουν ξεμέθυστος, νηστικός καθώς λέμε ημείς εις την γλώσσαν μας.

Στη βράση απάνω που ακολούθησε μπαίνουν κ' οι Εβραίοι στη μέση και τα χεροτερεύουν. Πιάνουν έναν άνθρωπο του Κυρίλλου και τον παραδίνουν του Ορέστη κατηγορώντας τον πως ήρθε στη Συνέλεψη να κατασκοπήση. Προστάζει αμέσως ο Ορέστης και τονέ δέρνουνε μπρος στον κόσμο. Έγινε ο Κύριλλος όξω φρενών όταν τάκουσε. Παίρνει φωτιά και το ποίμνιο του, και σα δαιμονισμένοι σηκωθήκανε να φάνε την Εβραΐλα.

Άνε με ξαναδής στο σπίτι σας να μου φτύξης! εστράφη και είπε μεγαλοφώνως ο Μανώλης. Ακούς; να μου φτύξης! Και προχώρησε βαδίζων ασκόπως, αλλά με σπουδήν. Δεν ηδύνατο να εννοήση τίποτε εξ όλων των γενομένων. Δεν ηδύνατο προ πάντων να εννοήση τι άνθρωποι ήσαν αυτοί, υιός και πατέρας. Ακατανόητοι και δαιμονισμένοι άνθρωποι. Ήθελαν να τον κάμουν γαμβρόν και έπειτα τον μετεχειρίζοντο ως εχθρόν.

Έναςτον άλλο επάνω Λαχομανούν, αφρίζουνε.. 'Σ τη μεσινή τη θύρα Σε λίγο τρίζει το σχοινί... Αλλαλαγμός, κατάραις... Σπαράζει τάγιο λείψανο... Ταχόρταγα τα όρνεια Ολόγυρά του σφίγγονται... Του ξέσχιζαν τα ράσα... ξεγύμνωσαν τα στήθια του κ' εφάνηκετον ήλιο Απόκρυφη λαβωματιά... Πλευρόνουν την κρεμάλα Γρηαίς αρκουδογύφτισαις και με τα δοκανίκια Του δέρνουνε το πρόσωπο... Πλακώσαν κ' οι Εβραίοι Και ξεκρεμάσαν το νεκρό... Αρπάζουν την τριχιά του, Δαιμονισμένοι τρέχουνε... Οπίσωθε αλυχτούσαν Χιλιάδαις σκύλοι νηστηκοί... Εφτάσαντακρογιάλι... 'Σ του Πατριάρχη το λαιμό, δένουν σφιχτά μια πέτρα Και μ' ένα ρυάσιμο βραχνό που τάκουσαν οι τάφοι Και τα παιδιά μεςτην κοιλιά, 'ς τα χέρια τόνε πέρνουν Και τον πετούντην θάλασσα.,. Νυχτόνει... ο πεθαμμένος Προβαίνειτην αστροφεγγιά... Σιωπηλά ταγέρι Φυσσά μεςτάσπρα του μαλλιά... Το λείψανο αρμενίζει.

Τότε περιεστοίχισαν τον Ανθύπατον επικαλούμενοι παρ' αυτού την επανόρθωσιν της αδικίας, έλεος και προνόμια. Έσχιζον τα ιμάτιά των ως δαιμονισμένοι. Και διά να κάμουν θέσιν οι δούλοι με ράβδους εκτύπων δεξιά και αριστερά. Όσοι ήσαν πλησίον της θύρας κατέβαινον, εν ώ άλλοι ανέβαινον ως η παλίρροια.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν