Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Αυτοί δε εξ εναντίας, παρά την συνήθειάν των, έθεσαν επί των καταστρωμάτων πολλούς μεν στρατιώτας, πολλούς δε ακοντιστάς, ούτως ειπείν αδαείς της θαλάσσης, Ακαρνάνας και άλλους, οι οποίοι, αφού εισέλθουν εις τα πλοία, δεν θα ηξεύρουν πώς πρέπει καθήμενοι να ρίπτουν το βέλος.

«Οι ευκνήμιδες συντρόφοι σου, Τηλέμαχε, αναμένουν, εις το κουπί καθήμενοι, μόνον το κίνημά σου• πάμε, και ας μην αργήσουμε να εμπούμ' ευθύςτον δρόμο».

Ματθαίου και ο γέρων συντάκτης της Γ ε ν ο υ η σ ο ί α ς ε φ η μ ε ρ ί δ ο ς, αντικρύ καθήμενοι επί αντιμετώπων βαρελιών, ήρχισαν ερίζοντες περί ελευθερίας και βασιλέων, περί προόδου και παπωσύνης.

Διότι έκαστος κατά σειράν εισήρχοντο ανά ένα εις μέγα θάλαμον, και η ακρόασις εκάστου ολίγας στιγμάς διήρκει. Εν τω θαλάμω τούτω ευρίσκοντο δύο άνδρες καθήμενοι παρά τινα τράπεζαν.

Και οι λόγοι των πάλιν λέγονται πάντοτε δι' ένα δούλον, καθώς είναι αυτοί, καθήμενοι εμπρός εις ένα σατράπην, ο οποίος κρατεί εις το χέρι του την δικαιοσύνην, και αι δίκαι ποτέ δεν γίνονται διά το τίποτε, αλλά πάντοτε διά το ατομικόν των συμφέρον και πολλάκις αγωνίζονται διά να σώσουν το κεφάλι των.

Πενήντα ή εκατόν άνδρες και παιδιάσυνήθως είχον παραφάγη καί παραπίηεκοιμώντο έξω, ανάμεσα στους σχοίνους, και οκτώ ή δώδεκα γυναίκες, και τρεις γέροι, εις τα στασίδια ή στας πλάκας του ναού εκοιμώντο καθήμενοι. Ενίοτε ηκούετο το ρογχάλισμα του ιερέως μέσα απ' το Άι-Βήμα.

Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με• και ας είχαμε για κάμποσον καιρόν τροφήν ωραία, γλυκό κρασί, καθήμενοι κ' οι δύοτην καλύβα, φαγοποτώντας ήσυχα, καιτα έργα να 'ναι οι άλλοι, 195 τότ' άκοπα θε να 'λεγα και ολόκληρον τον χρόνον, και ούτε καλά θα πρόφθανα, τα πάθη της ψυχής μου, όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν.

Την νύκτα οι χωροφύλακες καθήμενοι αργά εις το καφενείον του τον ήκουον συχνά ν' αναστενάζη, και καμμιά φορά τον έβλεπον να σπογγίζη τα μάτια του με ένα ωραίο μανδήλι, δώρον του Χρυσού.

Πολλάκις κατά την ώραν του εσπερινού, καθήμενοι πλησίον του ανοικτού παραθύρου, ενώ οι κώδωνες αντηχούν πενθίμως, ως ει εθρήνουν την θνήσκουσαν ημέραν, εστέναζον κακείνοι και, ως ο Ιησούς του Ναυή, έλεγον· «Σ τ ή θ ι» τω ηλίω· αλλ' ούτος μεν επορεύετο να φωτίση τους αντίποδας, οι δε ερασταί απεχωρίζοντο περιμένοντες την επιούσαν.

Οι γέροντες οι οποίοι εδώ κ' εκεί επί των υψωμάτων ηπλωμένοι, εκλελυμένον και άτονον έχοντες το σώμα από του θάλποντος ηλιακού φωτός, παρηκολούθουν με βλέμμα ρεμβώδες την προ αυτών αναβράζουσαν και λαλούσαν νεότητα· οι μεσόκοποι, όσοι σταυροπόδι καθήμενοι κύκλω, αντήλλασσον διαδοχικώς κρίσεις περί του χορού κ' ελπίδας περί των ισχνών γεννημάτων των· τα παλληκάρια τα οποία όρθια πέριξ, έβλεπον εν ηδονική μέθη την πολύχρωμον εκείνην άλυσιν των χορευουσών με τας απλοϊκός εσθήτας, την αφελή κόμμωση, τ' ανδρώδη αναστήματα και τας ζωηράς μελαχρινάς μορφάς, όλοι έσπευδον κ' περικύκλωναν αυτόν εν σιγή.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν