Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Αλλ' ως τόσο, καλλίτερα είχα να μη σου τα 'λεγα και να μην είχαν συμβή. Να κοιμηθής μια βραδειά με την αγκαλιά ζεστή, Χόμο, και την άλλη να μείνης μάρμαρο, δεν είνε καλή δουλειά, Εσείς οι σκύλοι τώχετε ως τόσο καλά. Κάνετε όλαις ταις δουλειαίς σας με μεγάλη ελευθερία, χωρίς να σας μέλη τέσσερα.
Κι' άρχισε έτσι ο θεόμιος άντρας «Τι είταν εκείνα, Αντίλοχε; Κι' εγώ 'λεγα έχεις γνώση. 570 Μου ντρόπιασες τη λεβεντιά, μ' αδίκησες τα ζώα βάζοντας τα δικά σου ομπρός που παν πολύ πιο πίσω.
Μόνο πρόσεξε να μη μπερδευθής πουθενά. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ ησυχώτερα. Ό,τι σου λεγα, στώλεγα για το καλό σου. Κάθε μάνα το καλό του παιδιού της θέλει. Κι' αν μ' άκουες ως το τέλος, δεν θάκανες τέτοια τρέλλα. Κ ώ σ τ α ς. Αλλά θάπερνα την πρηγκιπέσσα σου με τα πολλά χρήματα. Κα. Μ ε μ ι δ ώ φ. Σήμερα τα χρήματα κάνουν τον άνθρωπο. Εσύ βέβαια δεν θ' αλλάξης τον κόσμο. Κ ώ σ τ α ς. Εγώ!
— Αι, κιάν την έπαιρνε άλλος, δεν είχες φόβο να μη βρης άλλη. Εγώ σου λέω πως εμπόριες να βρης καλλίτερη. Στην ίδια σειρά με τον Τερερέ βάνεις τον απατόσου; του λόγουσου, Μανωλιό, είσαι ο καλλίτερος νέος του χωριού και σούπρεπε να πάρης την καλλίτερη κοπελιά. Θαρρείς πως αν εζήτας τη δική μου θα σου 'λεγα όχι; Μα είντα να σου λέω που ο προκομμένος ο κύρης σου εβιάστηκε.
Του λεγα γω: «Ωρέ Ζόγα, Μην παίρνης το Παλιόκαστρο τ' είνε γιομάτο αβδέλα, Ρήμαξε τόσους πιστικούς, έλα 'ς την Καμαρίνα». Αυτός δε μ' άκουσε,... και πάει. Είδες τον Καρτζονίκα; — Τον είδα, αυτός είνε καλά, είχε τον γέννον πρώιμον, Είνε κι ο τόπος του ξερκός, αβαραγκιά κι' αγρίλι. — Εμείς πώς πάμε σήμερα; — Με τον Θεού το χέρι Χιλιάζουν τα κοπάδια μας.
Τότες του Δία η κόρη τ' αρπάει, χωστά απ' τον Έχτορα, και του το δίνει πάλι. Τότ' είπε του Πριάμου ο γιος στο φοβερό Αχιλέα «Βρήκες λαμπρά! Κι' εγώ 'λεγα, παχιά καθώς μιλούσες, πως δα, καλέ μου, σούγνεψε το θάνατό μου ο Δίας. 280 Μα εσύ του νου σου ψέματα και φαντασιές λαλούσες, για να δειλιάσω σαν παιδί, να με σαστίσει ο φόβος.
Κιάν δε μ' οχτρεύγεσαι ακόμη, είπε με μειδίαμα η Πηγή, κόπιασ' από μέσα. Ο Μανώλης εισήλθε κατακόκκινος από εντροπήν και χαράν. — Καλώς τονε το μανισμένο! είπεν η Πηγή, ακτινοβολούσα. Και αφού του προσέφερε καθέκλαν, εκάθησε και αυτή απέναντι εις το «σανίδι» του αργαλειού. — Εγώ 'λεγα πως δε θα μου ξαναμίλιες μπλειο ... εξηκολούθησε.
Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με• και ας είχαμε για κάμποσον καιρόν τροφήν ωραία, γλυκό κρασί, καθήμενοι κ' οι δύο 'ς την καλύβα, φαγοποτώντας ήσυχα, και 'ς τα έργα να 'ναι οι άλλοι, 195 τότ' άκοπα θε να 'λεγα και ολόκληρον τον χρόνον, και ούτε καλά θα πρόφθανα, τα πάθη της ψυχής μου, όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν