United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πια άμα με τους αρχηγούς τ' ασκέρι ο Αχιλέας καλά 'στησε και χώρισε, τότες σφιχτό 'πε λόγο «Παιδιά, κανείς μη μου ξεχνάει τι λόγια για τους Τρώες 200 εδώ παχιά μού κόβατε, και τα παράπονά σας στιγμή δεν πάβατε όλοι σας σαν είμουν θυμωμένος 'Έρμε αρχηγέ, έτσι για θυμούς σ' έκανε εσένα η μάννα, που, άκαρδε, τα παιδιά βαστάς με το στανιό απ' τη μάχη.

Παρακινούσε ο Δάμωνας και το Δάφνη να παχαίνη τα γίδια όσο μπορούσε περισσότερο, λέγοντας, ότι δίχως άλλο κ' εκείνα θα ζητήση να τα ιδή ο αφέντης, ερχάμενος ύστερ' από καιρό. Κ' εκείνος δε φοβότανε ότι δε θα παινευτή γι' αυτά, επειδή και διπλά από όσα είχε πάρει τάκαμε και κανένα δεν του είχε αρπάξει λύκος και ήτανε πιο παχιά από τα πρόβατα.

Εσύ μούδωκες να βόσκω πενήντα και δυο τραγιά· τούτος σου τάχει κάμει εκατό και δέκα τράγους· βλέπεις πόσο παχιά είναι και μαλλιαρά και με κέρατα γερά· τα έμαθε να καταλαβαίνουν και τη μουσική· ακούγοντας λοιπόν το σουραύλι όλα τα κάνουν.

Έτσι το δρόμο πήρανε και φέβγουν· και γυρνώντας στον αψηλόβουρλο Ασωπό με τα παχιά λιβάδια, πάλι ο στρατός τον έστειλε στη Θήβα τον Τυδέα. Κι' αφτός παγαίνει, και πολλούς Θηβαίους πετυχαίνει 385 πούτρωγαν μες στου βασιλιά Ετεοκλή τον πύργο.

Άκουσ' μ', αργυροδόξαρε, οπού την Χρύσαν σκέπεις, Και Κίλλαν και την Τένεδον ανδρεία βασιλεύεις· Σμινθέα, αν ωρόφωσα ποτέ μου τον ναόν σου, Ή αν και σέ κατάκαυσα μηριά παχιά ποτέ μου, Γιδιών, και ταύρων, τέλειωσε τον πόθον μου ετούτον. Οι Δαναοί τα δάκρυα μου με βέλη σ' ας πλερώσουν. Έτσ' είπε προσευχόμενος. Τον άκουσ' ο Απόλλων.

Τώρα για αφτό να στέκουμε μάς πρέπει με τους πρώτους 315 και με τους πρώτους στη φωτιά να μπαίνουμε της μάχης, που τέτια και να πει κανείς χαλκόφραχτος Λυκιώτης Όχι! εκεί πέρα στη Λυκιά ανάξια δεν ορίζουν οι βασιλιάδες μας εμάς, και τρων παχιά θρεφτάρια ή διαλεχτό τραβούν κρασί γλυκόπιοτο, μον έχουν 320 κι' αντριά λαμπρή, τι πολεμούν μες στη σειρά των πρώτων. Μα, αδρέφι, αν είταν απ' αφτή τη μάχη να σωθούμε και να μη δούμε πια ποτές γεράματα και χάρο, τότες κι' εγώ δε θάτρεχα μπροστά να πολεμήσω μήτε κι' εσένα θάστελνα στη δοξοδότρα μάχη· 325 μα τώρα αφού μας καρτερούν κι' έτσι θανάτου τύχες χίλιες, που δε μπορεί κανείς θνητός ναν τους γλυτώσει, πάμε, ή να δώσουμε τιμή ή και στους διο μας άλλος

Τότες του Δία η κόρη τ' αρπάει, χωστά απ' τον Έχτορα, και του το δίνει πάλι. Τότ' είπε του Πριάμου ο γιος στο φοβερό Αχιλέα «Βρήκες λαμπρά! Κι' εγώ 'λεγα, παχιά καθώς μιλούσες, πως δα, καλέ μου, σούγνεψε το θάνατό μου ο Δίας. 280 Μα εσύ του νου σου ψέματα και φαντασιές λαλούσες, για να δειλιάσω σαν παιδί, να με σαστίσει ο φόβος.

Κάποια φιγούρα ψαρά διαγραφόταν ακίνητη σαν να ήταν διπλή ζωγραφιά: μια επάνω στο πράσινο της όχθης και μια άλλη επάνω στο πράσινο του νερού που λίμναζε ανάμεσα στις άσπρες κροκάλες. Αν και ήταν νωρίς όταν έφτασε στο χωριό, ο Έφις είδε την τοκογλύφο να γνέθει στην αυλή της, ανάμεσα στα παχιά γουρουνάκια και στα ερωτευμένα περιστέρια και τη χαιρέτησε κάνοντας της νόημα ότι θα περνούσε αργότερα.

Με παρόμιας γνώσις φώτα, Υστερνά για αυτόν και πρώτα, Άκοπα θαματουργεί. Τόσα κατορθώματά του, Οχ τα πλιο καθημερνά του. Δε χωράει ακέρια γη. Τα παχιά κορμιά αχαμναίνει, Τ' αχαμνά σού τα παχαίνει, Δίνει μάτια των στραβών· Τους ψηλούς, ευτύς χαμηλόνει, Τους κοντούς κι' αυτούς ψηλόνει, Βάνει γλώσσα των βουβών Στα μικρά τα πάθια όμως, Το νοητό του είναι τρόμος· Κάθε νους τον απορεί.

Κι αν θέλη ο θεός τα λόγια μου να βγούνε αλήθεια. ΧΟΡΟΣ Περνάει τα σωθικά μου ο φόβος κι ορθές σηκώνουνταί μου οι τρίχες ακούοντας τα παχιά τα λόγια από το φουσκωμένο στόμα ανθρώπων ασεβών, π’ άμποτ΄εδώ από τους θεούς τέλος κακό να βρουν. ΑΓΓΕΛΟΣ Ο έκτος που θα πω είν’ άνθρωπος με γνώση κι αντρεία ξεχωριστή, ο Αμφιάραος μάντης.